Τα δύο πρόσωπα της Αμερικής

Του William Fulbright
Επιμέλεια – Μετάφραση: Μάριος Λ. Ευρυβιάδης

ΙΑΑ τεύχος 603, Ενότητα, Η.Π.Α. 08.10.02

Το όνομα Fulbright παραπέμπει πολλούς στο Αμερικανικό πρόγραμμα υποτροφιών και ανταλλαγών που άρχισε από το 1946 και μέσου του οποίου χιλιάδες ξένοι φοιτητές σπού-δασαν σε Πανεπιστήμια της Αμερικής. Ο εμπνευστής του όμως, Γερουσιαστής William Fulbright (1905-1995) θήτευσε για αρκετές δεκαετίες στην Αμερικανικό Κογκρέσο καν κατέχοντας εκεί την ισχυρή θέση του Προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας την δεκαετία του 1960 , υπήρξε ο πιο σημαντικός πολέμιος της Αμερικανικής εμπλοκής στο Βιετνάμ.
Από το πιο γνωστό του βιβλίο The Arrogance of Power, 1966 (Η Αλαζονεία της ισχύος) μεταφέρω σε ελεύθερη μετάφραση ένα μέρος των συμπερασμάτων του. Δυστυχώς για τον Fulbright, την Αμερική και την ανθρωπότητα, σήμερα η Αμερική του Προέδρου Μπους δεν φαίνεται να είναι αυτή που ήθελε και οραματιζόταν ο μεγάλος αυτός Αμερικάνος ανθρωπιστής και πατριώτης.

«Υπάρχουν δύο Αμερικές. Η μία είναι του Προέδρου Λίνκολν [στον εμφύλιο πόλεμο απελευθέρωσε τους σκλάβους και κράτησε την Αμερική ενωμένη] και του Ατλαϊ Στήβενσον [Δημοκρατικού υποψηφίου που έχασε τις εκλογές του 1956 από τον Αισενχάουερ]. Η άλλη Αμερική είναι του Τέντη Ρούσβελτ [φιλοπόλεμου Προέδρου στις αρχές του αιώνα γνωστού και για τις στρατιωτικές του επεμβάσεις στην Κεντρική και Λατινική Αμερική] και των σύγχρονων υπερ-πατριωτών. Η μία Αμερική είναι γενναιόδωρη και φιλεύσπλαχνη, η άλλη εγωιστική, η μία κάνει αυτοκριτική, η άλλη είναι απόλυτη στις αντιλήψεις και τις απόψεις της- η μία προβληματίζεται και διερευνά, η άλλη μιλά εκ καθέδρας η μία είναι μετριοπαθής, η άλλη παθιασμένη η μία είναι εγκρατής στη χρήση της Αμερικανικής ισχύος, ενώ η άλλη είναι αλαζών.
Σ’ όλα tα χρόνια που η χώρα μας λειτουργεί ως μεγάλη δύναμη δημιουργούμε σύγχυση στον υπόλοιπο κόσμο παρουσιάζοντας του μια το ένα πρόσωπο της Αμερικής, μια το άλλο και μερικές φορές και τα δύο ταυτόχρονα. Πολλοί στον κόσμο θεω ρουν την Αμερική ικανή για μεγαλόψυχη συμπεριφορά και διορατικότητα, όπως επίσης την θεωρούν ικανή για μικροπρέπειες και εκδικητική συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα, ο κόσμος αδυνατεί να προβλέψει τη συμπεριφορά μας και αυτό δημιουργεί ανησυχία και έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τους Αμερικανικούς στόχους και κίνητρα.
Η ασυνέπεια της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι κάτι τυχαίο. Αντικατοπτρίζει τις δύο όψεις του Αμερικανικού χαρακτήρα. Και οι δύο χαρακτηρίζονται από ένα είδος ηθικής. Αλλά, η ηθική της μιας όψης είναι σεμνή, ευπρεπής και ελέγχεται από τη γνώση ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι τέλεια, ενώ η ηθική της άλλης χαρακτηρίζεται από απόλυτη αυ¬τοπεποίθηση που τροφοδοτείται από ένα ιεραποστολικό πνεύμα. Το άλλο πρόσωπο εκπροσωπείται από τον Τ. Ρούσβελτ ο οποίος, στην ετήσια ομι¬λία και στο Κογκρέσο στις 6 Δεκεμβρίου του 1904, χωρίς κανένα ενδοιασμό ή αμφιβολία ως προς την προσωπική του ικανότητα ή αυτή της χώρας του να κρίνει τι είναι λάθος και τι ορθό, διακήρυξε ότι είναι καθήκον των Ηνωμένων Πολιτειών να λειτουρ¬γούν ως ‘αστυνόμοι’ στο δυτικό ημισφαίριο [Κεντρική και Λατινική Αμερική] διότι κατά τον Ρούσβελτ, ‘χρόνιες αδικίες και προβλήματα ή αδυναμίες [κρατών της περιοχής] έχουν ως αποτέλεσμα να διαρρύγνονται τα δεσμά του πολιτισμού και αναγκαστικά θα επιβάλλουν…τις επεμβάσεις [στην Κεντρική και Λατινική Αμερική] από κάποιο πολιτισμένο κράτος..’
Μετά από είκοσι πέντε χρόνια άσκησης της ισχύος μας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποφασίσουν ποιο από τα πρόσωπα του εθνικού μας χαρακτήρα θα επικρατήσει- ο ανθρωπισμός του Λίνκολν ή η αλαζονεία εκείνων που επιδιώκουν να γίνει η Αμερική ο αστυνόμος του πλανήτη. Ένα από τα δύο μας πρόσωπα θα διαμορφώσει το πνεύμα της εποχής – εκτός εάν αρνηθούμε να κάνουμε επιλογή, οπότε η Αμερική δεν θα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα παγκόσμια δρώμενα και οι μεγάλες αποφάσεις θα λαμβάνονται από άλλους.
Η σημερινή τάση μας οδηγεί προς μία τραχεία και επιθετική εξωτερική πολιτική, δηλαδή μια εξωτερι¬κή πολιτική που συνάδει με ίο πνεύμα του Τ. Ρούσβελτ παρά με αυτό του Λίνκολν. Προσπαθούμε μεν να οικο¬δομήσουμε γέφυρες με τον κομμουνιστικό κόσμο και συνεχίζουμε μια προσπάθεια οικονομικής αρωγής προς τα φτωχά κράτη ώστε να καλυτερέψουν την ζωή των υπηκόων τους. Όμως, ταυτόχρονα συμμετέχουμε σ’ ένα πόλεμο κατά του Ασιατικού κομμουνισμού που συνεχώς διευρύνεται, ένα πόλεμο που άρχισε και θα τελείωνε ως ένας εμφύλιος πόλεμος εάν η Αμερική δεν τον μετέτρεπε σε μια πάλη ιδεολογιών. Ένα πόλεμο οι συνέ¬πειες του οποίου διαρρηγνύουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής και περι¬πλέκουν τις σχέσεις μας με τις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Το πολιτικό μας λεξιλόγιο, έχει αλλάξει λόγω των επιλογών σε ζητή¬ματα εξωτερικής πολιτικής. Πριν λίγα μόνο χρόνια μιλούσαμε για ύφεση [ανάμεσα στις υπερδυνάμεις], για πενταετή προγράμματα ανάπτυξης στην Ινδία και το Πακιστάν, και για μεταρρυθμίσεις στα καθεστώτα γαιοκτημοσύνης και φορολογίας στην Λατινική Αμερική. Σήμερα τα ζητήματα αυτά συζητούνται απρογραμμάτιστα και κατ’ επίφαση, ενώ το ενδιαφέρον μας εστιάστηκε σε ζητήματα ισχύος και πολέμου. Η διπλωματία μας ασχολείται μόνο με τα επιφαινόμενα και την εικόνα της Αμερικής ενώ αντίθετα, πρέπει να επικεντρώνεται σε σχέδια για κοινωνική αλλαγή.
Οι σχεδιαστές της πολιτικής μας και οι πολιτικοί μας επιστήμονες, κατασκευάζουν συνεχώς ‘σενάρια’ κλιμάκωσης πολέμων, συμπεριλαμβάνουν ακόμη και πυρηνική αντιπαράθεση. Ασχολούνται επίσης και με υποδείγματα ανταρσιών στον Τρίτο Κόσμο και με την καταστολή τους. Η αλλαγή στην ορολογία και στο λεξιλόγιο είναι για μας, τόσο σημαντικές, όσο και η αλλαγή στην πολιτική, διότι οι λέξεις σηματοδοτούν πράξεις και η μεθοδολογία αφορά την ουσία των πραγμάτων. Και αυτό διότι επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει στην Αμερική σήμερα, όπως τονίζει ο Α. Μάκλισχ [Αμερικάνος εκδότης] είναι ότι το ‘καλό αίσθημα για την Αμερική στο μυαλό του κόσμου’ έχει αρχίσει να αλλάζει, ενώ, η πίστη για την Αμερική ως ιδέα’ αμφισβητείται. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Ιδέα της Αμερικής7 αμφισβητείται από τον ίδιο τον λαό μας. Αυτό που καταθέτει ο Μάκλισχ είναι ότι ο ιδεαλισμός και η έμπνευση εξαφανίζονται ραγδαία από την Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Τονίζει, όμως, ότι υπάρχει ακόμη χρόνος για να περισωθούν τα Αμερικανικά ιδεώδη….
Η μεγαλύτερη ανάγκη σήμερα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι η επαναβεβαίωση και η αφοσίωση της σε ‘μια ιδέα που να δί¬νει ελπίδα στην ανθρωπότητα’ και όχι σε μια Αμερική με ιεραποστολικές και μεσσιανικές αντιλήψεις που να πιστεύει ότι είναι ο αστυνόμος του πλανήτη. Υπάρχει ανάγκη αφοσίωσης στα ιδεώδη του Λίνκολν που εκφράζουν μια ευπρέπεια καθώς επίσης και έναν ανθρωπισμό. Τα ιδεώδη αυτά αποτελούν την πηγή του μεγαλείου της Αμερικής….
Εγώ προτιμώ την Αμερική του Λίνκολν και του Στήβενσον. Προτιμώ να είναι η χώρα μου υπέρμαχος και όχι εχθρός του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Προτιμώ να αντιμετωπίζω τους κομμουνιστές ως άτομα με δικαιώματα με όλα τα καλά και τα κακά της ανθρώπινης φύσης, παρά ως ενσαρκωτές της ιδέας του κακού. Και προτιμώ να βλέπω την χώρα μου ως συμπαθή φίλο της ανθρωπότητας παρά ως ένα βλοσυρό και περήφανο δημοδιδάσκαλο.»