Οι "νεοσυντηρητικοί" των ΗΠΑ και ο πόλεμος στο Ιρακ

Μάριος Λ. Ευρυβιάδης*, Οι Διατλαντικές σχέσεις: Συνεργασία ή ανταγωνισμός;, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004

«Μπορώ να σου δώσω τα ονόματα 25 ατόμων (τα οποία εργάζονται σε μια μικρή περιοχή πέντε οικοδομικών τετραγώνων της Ουάσιγκτον) τα οποία εάν εξορίζονταν σ’ ένα ερημικό νησί ενάμιση χρόνο πριν (την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το Μάρτιο του 2003) ο ιρακινός πόλεμος δεν θα συνέβαινε».

Με τον ιδιότυπο αυτό τρόπο ο Thomas Friedman , γνωστός σχολιογράφος (και συγγραφέας) της μεγαλύτερης αμερικάνικης εφημερίδας Τhe New York Time, υπογραμμίζει στο συνομιλητή του τον καταλυτικό ρόλο μιας μικρής αλλά ιδεολογικά συμπαγούς ομάδας Αμερικανών σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι οποίοι, λόγω της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου κατά των Ηνωμένων Πολιτειών ελέγχουν σήμερα την πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ. Τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κατηγοριοποιηθεί πολιτικό-ιδεολογικά ως «νεοσυντηρητικοί» (neoconservatives), και οι πλείστοι, όχι όμως όλοι, αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι.

Οι καταβολές των νεοσυντηρητικών των ΗΠΑ εντοπίζο­νται προπολεμικά σε δυσαρεστημένους τροτσκιστές (που άρχισαν να κινούνται σταδιακά προς το άλλο άκρο) και, με­ταπολεμικά, στην ψυχροπολεμική περίοδο κυρίως των δεκα­ετιών 1960 και 1970. Τις δεκαετίες αυτές το αμερικανικό πο­λιτικό και πολιτειακό σύστημα ταλανίσθηκε από την τραυ­ματική εμπειρία του πολέμου στο Βιετνάμ, που είχε ως συνέ­πεια το κόμμα των Δημοκρατικών (Προεδρία Johnson) να περάσει τη μεγαλύτερη δοκιμασία του και το ρεπουμπλικα­νικό κόμμα (Προεδρία Nixon/Kissinger) να κερδίσει τις εκλογές του 1968 και του 1972. Τότε μια μικρή ομάδα διανο-ουμένων του Δημοκρατικού κόμματος, στην πλειοψηφία τους Αμερικανο-Εβραίοι (αλλά και καθολικοί) από την πό­λη της Νέας Υόρκης, διαχώρισε τη θέση της από αυτή των δυνάμεων μέσα στο κόμμα, που άρχισε να υιοθετεί μια αντι­πολεμική ατζέντα. Η ρήξη έγινε οριστική με την επιλογή του φιλειρηνιστή George McGovern ως υποψηφίου του Δημο­κρατικού κόμματος στις εκλογές του 1972. Ο McGovern έχασε κατά κράτος από τον Nixon. Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι νεοσυντηρητικοί συνασπίσθηκαν με την αναδυό­μενη θρησκευτική Δεξιά (Religious Right) και διαδραμάτι­σαν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του Ronald Reagan, που ενσάρκωνε την ιδεολογία τους, στην Προεδρία το 1980.

Οι κατά κάποιον τρόπο «αποστάτες» της δεκαετίας του 1970 από το Δημοκρατικό κόμμα (και την κεντροαριστερά) ονομάσθηκαν τότε, υποτιμητικά, από τους ιδεολογικούς τους πλέον αντιπάλους «νέοι» (καινούργιοι) συντηρητικοί (neoconservatives), σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς (παλι­ούς) συντηρητικούς (paleo-conservatives) του ρεπουμπλικα­νικού κόμματος. Η πρώτη χρήση του όρου με την παραπάνω έννοια πιστώνεται στο σοσιαλιστή Michael Harrington, γνω­στό από το μνημειώδες έργο του, The Other America, που ανέδειξε το πρόσωπο της φτώχειας στην Αμερική.

Από την αρχή οι νεοσυντηρητικοί εστίασαν κατά πρώτο λόγο τις ενέργειες τους σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας των ΜΠΑ και κατά δεύτερο λόγο σε ζητήματα ηθικής συμπερι­φοράς σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Υπήρξαν εξαρ­χής θιασώτες του παρεμβατισμού και της χρήσης βίας στις διακρατικές σχέσεις για τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων και την προώθηση και εμπέδωση των αμερι­κανικών αξιών, που θεωρούσαν ως οικουμενικές, σ’ ολόκλη­ρο τον κόσμο.

Ένα κοινό και καθοριστικό σημείο αναφοράς και πόλος συσπείρωσης των νεοσυντηρητικών της δεκαετίας του, 1970 υπήρξε η κάθετη αντίθεση τους ως προς την πολιτική της ύφεσης (detente) που ακολουθούσε τότε η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση και συνέχισε να ακολουθεί η Δημοκρατική επί Προεδρίας Carter.

Οι πολέμιοι της ύφεσης, που άρχισε επί Προεδρίας Nixon (1968) και κατέρρευσε επί Προεδριών Ford. και Carter (1974-1980), θεωρούσαν «ανήθικη» την πολιτική της «ειρη­νικής συνύπαρξης» (peaceful coexistence) με τη Σοβιετική Ένωση, διότι ουσιαστικά εξίσωνε τις ΗΠΑ (κόσμο του κα­λού) με τη Σοβιετική Ένωση (κόσμο του κακού) και αποδέ-χετο το διαμελισμό της Ευρώπης και την υποδούλωση των λαών της Ανατολικής Ευρώπης στους Σοβιετικούς. Για το λόγο αυτόν, από τους πρώτους που οι νεοσυντηρητικοί έβαλαν στο στόχαστρο τους ήταν ο γνωστός Henry Kissinger, τον οποίο θεωρούσαν αρχιτέκτονα της πολιτικής της ύφε­σης. Υποβοηθούμενοι και από τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή (πόλεμοι και ψυχροπολεμικές συγκρούσεις στον Τρίτο Κόσμο, κατάρρευση του φιλοδυτικού καθεστώτος του Σάχη της Περσίας και, σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν) κατά­φεραν, σε μεγάλο βαθμό, να περιθωριοποιήσουν τον ΚΪ58Ϊη§6Γ και την ιδεολογική σχολή σκέψης που εκπροσω­πούσε, η οποία ήταν η παραδοσιακή (ρεαλιστική) ψυχροπο­λεμική πολιτική ασφάλειας των ΗΠΑ της ανάσχεσης και της αποτροπής, που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά.

Οι νεοσυντηρητικοί κατάφεραν να «δυσφημίσουν» την πολιτική της ύφεσης του Kissinger μ’ ένα εξαιρετικό στρατή­γημα, το οποίο, ταυτόχρονα, τους νομιμοποίησε (ως τους πραγματικούς «φύλακες» του εθνικού συμφέροντος και εν-σαρκωτές των αμερικανικών αξιών και του πεπρωμένου του έθνους (manifest destiny).

Ο τρόπος με τον οποίο αυτό συντελέσθηκε παραπέμπει άμεσα στον πρόσφατο πόλεμο κατά του Ιράκ και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ιδεολογία, αλλά κυρίως τον τρόπο δράσης (modus operandi) και την πολιτική συμπερι φορά των νεοσυντηρητικών, ή αλλιώς «neocons» κατά το αμερικανικό, που σήμερα διαφεντεύουν την πολιτική ασφαλείας του Προέδρου Μπους.

Ο WOHLSTETTER ΚΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΤΕΑΜ Β

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η κυβέρνηση Nixon υπέγραψε, σε εντυπωσιακή τελετή στη Μόσχα, τη Συνθήκη SALT Ι για τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης των στρατηγικών εξοπλισμών. Η πράξη αυτή επικύρωνε την πο­λιτική ύφεσης και την πολιτική φιλοσοφία της ειρηνικής συ­νύπαρξης των υπερδυνάμεων. Ωστόσο, μια ομάδα «διανοη­τών» του πολέμου στις ΗΠΑ, με άντρο τους το γνωστό RAND Corporation και το υπερσυντηρητικό Πανεπιστήμιο του Σικάγου και με ηγέτη το στρατηγιστή (nuclear strategist) Albert Wohlstetter (συνιδρυτή του RAND και μετέπειτα καθηγητή στο Chicago), αμφισβητούσε ευθέως τις εκτιμήσεις (National Intelligence Estimates/NIE) της CIA και των συναφών υπηρεσιών ως προς το σοβιετικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, βάσει των οποίων συνομολογήθηκε η Συνθήκη SALT I.

Κατά τον Wohlstetter και τους συμμάχους του (που συ-μπεριλάμβαναν εντυπωσιακά ονόματα, όπως ενδεικτικά Paul Nitze, Edward Teller, Herman Kahn, Andrew Marshall, Sen. Henry “Scoop” Jackson, Gens. George Keegan και Daniel Graham, Prof. Richard Pipes, William Casey, James Schlesinger, John Connally, John Foster, William Van Cleave, Richard Allen, Elmo Zumwalt, Eugene Rostow κ.λ.π.), η CIA παρέλειπε, λόγω άγνοιας, αναλυτικής ανικα­νότητας ή, ακόμα χειρότερα, πολιτικής σκοπιμότητας, να καταγράψει αντικειμενικά τα πραγματικά μεγέθη του σο­βιετικού εξοπλιστικού προγράμματος και τους πόρους που χρησιμοποιούσε. Κοντολογίς, ο Wohlstetter και οι ομοϊδεά­τες του ισχυρίζονταν ότι (α) οι Σοβιετικοί παραπλανούσαν τις Η ΠΑ αποκρύβοντας το εξοπλιστικό τους πρόγραμμα και τα πραγματικά τους κίνητρα να υπερνικήσουν (καταστρέ­ψουν) τις ΗΠΑ μέσω ενός πυρηνικού πολέμου, τον οποίο στη βάση της στρατηγικής τους θα κέρδιζαν και (β) τα τεκ­μήρια (raw intelligence) και τα κίνητρα των Σοβιετικών (δη­λώσεις/ιδεολογία και στρατιωτικό δόγμα) ήταν μεν στη διά­θεση των κρατικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, αλλά οι τελευταίες τα υποτιμούσαν. Έτσι οι υπηρεσίες αδυνατούσαν να ερ­μηνεύσουν ορθά τα πράγματα και να ενημερώσουν τον , Πρόεδρο και τον αμερικανικό λαό για τον «πραγματικό και άμεσο κίνδυνο» (real and present danger) που ελλόχευε , εναντίον τους.

Με τον Wohlstetter να λειτουργεί παρασκηνιακά (που ήταν προσφιλής του μέθοδος και έτσι παρέμεινε, μέχρι πρό­σφατα, άγνωστος ως προς τον καθοριστικό του ρόλο στη στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ και της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας γενικότερα), απαιτήθηκε δημόσια, το 1975, να δημιουργηθεί μια δεύτερη Ομάδα (TEAM Β) από ειδήμονες, στην οποία θα έπρεπε να δοθεί πρόσβαση στο πρωτογενές υλικό (raw intelligence) των κρατικών υπηρεσιών των ΗΠΑ αναφορικά με τη Σοβιετική Ένωση. Με βάση το υλικό αυτό, η Team Β θα κατέθετε δική της εκτίμηση ως προς τις πραγ­ματικές δυνατότητες (capabilities) και κίνητρα (intentions) των Σοβιετικών. Η εκτίμηση της Team Β θα αντιπαρετίθετο μ’ αυτή της CIA για να εξαχθεί το τελικό συμπέρασμα προς όφελος των διαμορφωτών της πολιτικής ασφάλειας, με τελι­κό αποδέκτη τον Πρόεδρο.

Ταυτόχρονα, και εδώ έχουμε άμεσο συσχετισμό με τα δρώμενα της δεκαετίας του 1990 που μας οδήγησαν στον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ, ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον (Μάρτιος 1976) από επώνυμους παράγοντες και πολέμιους της ύφεσης, με προεξέχοντα τον Paul Nitze, η Επιτροπή Committee for the Present Danger (CPD). Η Επιτροπή (CPD) θα γίνει το κατ’ εξοχήν όργανο των νεοσυντηρητικών, μέσω του οποίου θα δημοσιοποιούνται οι πολιτικο-ιδεολογικές τους θέσεις και θα κατατίθενται αιτήματα τους και εισηγή­σεις πολιτικής για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Η Επιτροπή CPD θ’ αποτελέσει τον προπομπό του μεταψυχροπολεμικού οργάνου των νεοσυντηρητικών, που ιδρύθηκε το 1997, της Επιτροπής Project for the New American Century (PNAC), του οποίου ένα στρατηγικό αί­τημα και στόχος ήταν η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ στο Ιράκ, ώστε να ολοκληρωθεί ο πόλεμος που άρχισε το 1991. Όπως μας πληροφορεί ο Michael Lind, επιφανές και ενεργό μέλος των νεοσυντηρητικών που εγκατέλειψε το κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Επιτροπή CPD είχε ως πρότυπο την Επιτροπή Congress for Cultural Freedom (CCF). Η Επιτροπή CCF ιδρύθηκε και χρηματοδοτή­θηκε από τη CIA το 1950. Η Επιτροπή CCF αποτελείτο στην πλειοψηφία της από πρώην κομμουνιστές (τροτσκιστές) και στόχο είχε, μέσω του πολέμου των ιδεών, να καταπολεμήσει και να εξουδετερώσει την επιρροή των φιλο-κομμουνιστών (σταλινιστών στην Ευρώπη κυρίως) στα μέτωπα του πολιτι­σμού και της κουλτούρας. Ο Νεοϋορκέζος πρώην τροτσκι­στής Irving Kristol εργάσθηκε στη CCF (ως ακριβοπληρω­μένος συντάκτης του περιοδικού της οργάνου Encounter) με έδρα το Λονδίνο. Ο Irving Kristol θεωρείται ο ιστορικός ιδρυτής των σημερινών νεοσυντηρητικών. Την παράδοση συνεχίζει σήμερα ο γιος του, William Kristol, συνιδρυτής του PNAC και σημερινός αρχισυντάκτης του εβδομαδιαίου περιοδικού που εκδίδεται στην Ουάσιγκτον, Τhe Weekly Standard, το οποίο είναι κοινώς παραδεκτό ως η ιδεολογική ναυαρχίδα των νεοσυντηρητικών.

Το 1975, ο τότε διευθυντής της CIA William Colby αντιστά-θηκε και κατάφερε αρχικά ν’ αποτρέψει, με τη βοήθεια του Kissinger και του Προέδρου Ford, τη δημιουργία της Team Β. Στην προσπάθεια του βοηθήθηκε και από το εξό­φθαλμο γεγονός ότι η Ομάδα Team Β προσπαθούσε να λει­τουργήσει εξωθεσμικά και να βραχυκυκλώσει ουσιαστικά τις υφιστάμενες διαδικασίες και τον τρόπο λήψης αποφάσε­ων από τον Πρόεδρο. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την παραίτηση του Colby και την αντικατάσταση του από τον Τζορτζ Μπους. Ο τελευταίος «υπέκυψε» στις πιέσεις και δέ­χτηκε τη δημιουργία της Team Β (που αποτελείτο από τρεις υποομάδες, με πιο σημαντική αυτή υπό την ηγεσία των Richart Pipes, Paul Nitze kai William Van Cleave). Τα συμπεράσματα της Ομάδας Team Β υιοθετούσαν το

χειρότερο δυνατό σενάριο (worst case hypothesis) αναφορι­κά με τις δυνατότητες και τα κίνητρα της Σοβιετικής Ένω­σης και επέκριναν, χωρίς έλεος, τις εκτιμήσεις της CIA ως «μεθοδολογικά» ανεπαρκείς και λανθασμένες. Η δική τους «μεθοδολογία» ήταν να επιλέγουν ό,τι στήριζε τις θέσεις τους και ν’ απορρίπτουν τα υπόλοιπα. Παρά το γεγονός ότι τα συμπεράσματα της Ομάδας Team Β ήταν απόρρητα, μια οργανωμένη επιχείρηση διαρροών άρχισε προτού καν ολο­κληρωθεί η έρευνα. Οι διαρροές πήραν δραματικές διαστά­σεις και λόγω του γεγονότος ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν την Προεδρία και η Δημοκρατική κυβέρνηση του Carter αγνόησε τα συμπεράσματα της Ομάδας Team Β.

Πρωταγωνιστές των διαρροών υπήρξαν μέλη της Team Β που επέμεναν ότι τα συμπεράσματα τους έπρεπε να δοθούν στη δημοσιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο Richard Pipes (πατέρας του σημερινού νεοσυντηρητικού Daniel Pipes), που τον Ιούλιο του 1977 δημοσίευσε στο μηνι­αίο όργανο του American Jewish Committee, Commentary (το περιοδικό-ναυαρχίδα, τότε, των νεοσυντηρητικών) άρ­θρο που αντλούσε από τα συμπεράσματα της Team Β και το οποίο τιτλοφορείτο «Why the Soviet Union Thinks it Could Fight and Win a Nuclear War». Εν τω μεταξύ η Επιτροπή Committee on the Present Danger δημοσιοποιούσε απόψεις άλλων μελών ή ομοϊδεατο3ν του Team Β με το ίδιο μήνυμα: ότι οι Σοβιετικοί παραβίαζαν την ύφεση, είχαν επεκτατική ιδεολογία, ανέπτυσσαν υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και ενός υποβρυχίου συστήματος τό­σο ανεπτυγμένου τεχνολογικά, που δεν μπορούσε να εντοπι­σθεί (και ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εντοπισθεί, αυτό ήταν απόδειξη ότι υπήρχε!), είχαν ισχυρή οικονομία και ξό­δευαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος τους στους εξοπλισμούς απ’ ό,τι οι Αμερικανοί.

Την τετραετία Carter, τα αποτελέσματα της Team Β χρη-σιμοποιήθηκαν δίκην λοστού για να χτυπιούνται η πολιτική της ύφεσης και οι εκφραστές της και να υποστηρίζεται η κα­τακόρυφη αύξηση του προϋπολογισμού του Πενταγώνου. Στον πόλεμο αυτό, όπου τα αθέμιτα μέσα ήταν στην καθημε­ρινή διάταξη, δυο πασίγνωστα σήμερα άτομα διαδραμάτι­σαν καθοριστικό ρόλο. Ήταν ο σημερινός υφυπουργός Αμυνας Paul Wolfowitz και ο μέχρι πρόσφατα Πρόεδρος και ακόμη μέλος του Defense Policy Board (το οποίο συμ­βουλεύει τον υπουργό Άμυνας) Richard Perle. Και τα δύο αυτά άτομα γαλουχήθηκαν από τον Wohlstetter (που πέθα­νε το 1997), υπήρξαν διά βίου προστατευόμενοι του, και ο ίδιος εξασφάλισε την τοποθέτηση τους στην Ουάσιγκτον. Ο μεν πρώτος τοποθετήθηκε στην υπηρεσία της εκτελεστικής εξουσίας Arms Control and Disarmament Agency (από τις πρώτες υπηρεσίες που άλωσαν οι νεοσυντηρητικοί στις αρ­χές του 1970), ο δε δεύτερος τοποθετήθηκε στο γραφείο του δημοκρατικού γερουσιαστή Henry «Scoop» Jackson. Ο τε­λευταίος υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ψυχροπολεμικός γερουσια­στής της εποχής και ο εκφραστής όλης της αντισοβιετικής ιδεολογίας. Οι αναδυόμενοι νεοσυντηρητικοί προλείαιναν το έδαφος για να διεκδικήσει ο Jackson την Προεδρία στις εκλογές του 1976, αλλά απέτυχε στις προκριματικές εκλογές για το δημοκρατικό χρίσμα.

Ο Wolfowitz υπήρξε ενεργό μέλος της Team Β παρά το γεγονός ότι επί Προεδρίας Carter συνέχισε να υπηρετεί ως αξιωματούχος της. Ο δε Richard Perle πιστώνεται από τότε ως ο πιο αποτελεσματικός αντίπαλος του Henry Kissinger και της πολιτικής της ύφεσης. Υπό την προστασία του Jackson και χρησιμοποιώντας τη γραφειοκρατία και νομο­θετικά εργαλεία, ο Perle διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον εκτροχιασμό της πολιτικής της ύφεσης και του επαγγελματικού εξευτελισμού του Kissinger. Αξίζει να σημειω­θεί ότι ο προσωπικός και επαγγελματικός εξευτελισμός των ιδεολογικών του αντιπάλων υπήρξε ανέκαθεν σήμα κατατε­θέν του Perle.

Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης δυο είναι τα ζητήματα που πρέπει να υπογραμμισθούν. Πρώτον, ότι γνω­ρίζουμε εδώ και μια δεκαετία, ενώ υπήρχαν και ισχυρότα-, τες ενδείξεις από τότε, ότι τα συμπεράσματα και οι εκτιμή­σεις της Ομάδας Team Β αναφορικά με τη Σοβιετική Ένω­ση, «του πραγματικού και άμεσου κινδύνου» δηλαδή, απε­δείχθησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου λανθασμένα. Επιπρόσθετα ούτε και οι συντηρητικές εκτιμήσεις της CIA, που αμφισβη­τούσαν οι της Team Β, δεν υπήρξαν σωστές. Και οι δύο εκτι­μήσεις υπήρξαν λανθασμένες, ενώ αυτές της Team Β υπο­στήριζαν τα αντίθετα απ’ ό,τι γνωρίζουμε ότι πραγματικά συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση κατά την επίμαχη εποχή.

Ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1970 το σοβιετικό ποτή­ρι ήταν μισογεμάτο και συνεχώς άδειαζε, η Ομάδα Team Β υποστήριζε ότι το ποτήρι γέμιζε με ταχύτατους ρυθμούς. Επί ηγεσίας του Γενικού Γραμματέα Breznirv, η σοβιετική οίκο-, νομία άρχισε να συρρικνώνεται, ο ρυθμός αύξησης των στρατιωτικών δαπανών παρέμεινε στάσιμος από το 1976 μέ­χρι το 1983, ενώ γνωρίζουμε ότι από το 1985 άρχισε η αντί­στροφη μέτρηση που οδήγησε στην κατάρρευση της Σοβιετι-κής Ένωσης. Άλλοι σημαντικοί δείκτες, όπως ενδεικτικά αυτός της θνησιμότητας, άρχισαν από το 1976 μια ανοδική πορεία, αρνητικό δείγμα για την ποιότητα ζωής στη μεγαλύ­τερη και ισχυρότερη σοσιαλιστική χώρα του κόσμου.

Το δεύτερο αξιοσημείωτο ζήτημα είναι ότι με το θρίαμβο του Reagan το 1980 η Ομάδα Team Β μετατράπηκε σε Team Α. Σχεδόν όλα τα μέλη της τοποθετήθηκαν σε υψηλόβαθμες θέσεις και η φιλοσοφία των νεοσυντηρητικών κυριάρχησε, ει-

δικά την πρώτη τετραετία Reagan. Το γεγονός αυτό εκφρά­στηκε με την εκτόξευση των αμυντικών δαπανών στα ύψη (Πόλεμος των Άστρων) και την αναβίωση του Ψυχρού Πολέ­μου, ώστε να υπερνικηθεί, η κατά τον Reagan (και τους νεο-συντηρητικούς) Αυτοκρατορία του Κακού (Evil Empire).

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι μεταπολεμικά η Σοβιετι-κή Ένωση υπήρξε ο ιδεολογικός ανταγωνιστής και στρατη­γικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Αλλά από το 1968 και μετά δεν υπήρξε ο «άμεσος κίνδυνος» που επικαλούνταν οι νεοσυντηρητικοί.

Η παραπάνω παρουσίαση αναφορικά με την ομάδα Team Β, την πολιτική της ιδεολογία και τους πρωταγωνιστές της, τις μεθόδους δράσης της και την εν γένει πολιτική της συμπεριφορά, έγινε διότι, τηρουμένου των αναλογιών, οι νεοσυντηρητικοί επί Προεδρίας Μπους του νεότερου έδρα­σαν με πανομοιότυπο τρόπο από την 11η Σεπτεμβρίου, με αποκορύφωμα τον προληπτικό πόλεμο κατά του Ιράκ το 2003 και την καθιέρωση του προληπτικού κτυπήματος ως επίσημου δόγματος της στρατηγικής των ΗΠΑ (Δόγμα Μπους).

Παρά την περί αντιθέτου εκτίμηση της CIA ως προς το ζήτημα που δημιουργήθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου, κατά πόσο το Ιράκ του Σαντάμ αποτελούσε «πραγματικό και άμε­σο κίνδυνο» -ότι κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής και ότι είχε άμεση σχέση με την Αλ Κάιντα- οι νεοσυντηρητικοί μέ­σα (Paul Wolfowitz) και έξω (Richard Perle) από την κυβέρ­νηση μαζί με τα ιδεολογικά τους όργανα, όπως για παρά­δειγμα το ΡΝΑC και έντυπα όπως την Weekly Standard, το The National Interest, το Commentary και τη The Wall Street Journal, επέμεναν ότι ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Λόγω της φύ­σης της απειλής, δηλαδή μιας δυνητικά απροκάλυπτης τρο­μοκρατικής επίθεσης με όπλα μαζικής καταστροφής, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά αυτή της προληπτικής επίθεσης. Τυχόν ολιγωρία θα πληρωνόταν με το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα, το οποίο κατά τους νεοσυντηρητικούς θα μπορούσε να λάβει ακόμη και τη μορφή πυρηνικού κτυπήματος κατά των ΗΠΑ από τον Χουσεΐν του Ιράκ ή τους τρομοκράτες εντολοδόχους του.

Για να ξεπερασθεί το εμπόδιο της CIA που δεν πιστοποι­ούσε άμεσο κίνδυνο, τον αντίστοιχο ρόλο της Ομάδας Team Β, μέσα στην κυβέρνηση τούτη τη φορά, διαδραμάτισε το Πε­ντάγωνο. Εκεί υπό την άμεση εποπτεία του Wolfowits και εν γνώσει του υπουργού Άμυνας και του Αντιπροέδρου (και προφανώς με «πράσινο φως» από τον ίδιο τον Πρόεδρο που ζητούσε «τεκμήρια» ενοχής) οργανώθηκε ένα παράλληλο δί­κτυο συλλογής και εκτίμησης πρωτογενούς υλικού ως προς τις δυνατότητες και τα κίνητρα του Χουσεΐν. Το δίκτυο αυτό (Office of Special Plans), επιλέγοντας ό,τι το συνέφερε, κατέ­ληξε στο ζητούμενο. Αυτό ήταν, όπως και στην περίπτωση της Ομάδας TEAM Β, το χειρότερο δυνατό σενάριο: ότι, το Ιράκ αποτελούσε «άμεση απειλή» για τις ΗΠΑ και τους συμμά­χους τους, διότι κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής και αυτό δικαιολογούσε προληπτική πολεμική επιδρομή εναντίον του.

Όπως και στην περίπτωση της Ομάδας Team Β, βραχυ­κυκλώθηκε η θεσμική διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά χωρίς τη μεγάλη αντιπαράθεση της τότε εποχής. Όπως και τότε, υπήρξαν σοβαρότατες ενδείξεις, πολύ πιο ισχυρές, ότι η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Και όπως όλος ο κό­σμος γνωρίζει σήμερα, όχι μόνο ο Σαντάμ δεν κατείχε (μετά τον πρώτο πόλεμο του 1991) όπλα μαζικής καταστροφής, αλ­λά άλλα κράτη όπως η Λιβύη, το Ιράν και η Β. Κορέα απο­δείχθηκε ότι έχουν πολύ πιο προχωρημένα προγράμματα κατασκευής όπλων μαζικής καταστροφής, συμπεριλαμβανο­μένων και πυρηνικών όπλων.

Εδώ υπεισέρχεται μια άλλη σημαντική διάσταση αναφο­ρικά με τους νεοσυντηρητικούς και τα ιδεολογικά τους κίνη­τρα. Τα 25 άτομα στα οποία αναφέρθηκε ο Friedman μπο­ρούν όντως να κατονομαστούν. Πολλά από αυτά υπηρετούν σε θέσεις-κλειδιά στην κυβέρνηση, ενώ άλλα ανήκουν σε συντηρητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ή υπηρετούν σε think tanks, όπως για παράδειγμα το American Enterprize Institute, που θεωρείται και το ιδεολογικό προπύργιο των νεοσυντηρητικών (εκεί έχει το γραφείο του ο Richard Perle και το ΡΝΑC νοικιάζει γραφεία στον πέμπτο όροφο του ΑΕΙ).

Στη μεγάλη τους πλειονότητα τα άτομα αυτά τυγχάνει να είναι εβραϊκής καταγωγής και όλα (όπως και όλοι γενικά οι νεοσυντηρητικοί) είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα ως προς την ασφάλεια του Ισραήλ, την οποία ταυτίζουν με την ασφάλεια των ΗΠΑ. Τα δύο κράτη, κατά τους νεοσυντηρητικούς, μοι­ράζονται τις ίδιες αξίες και αρχές. Όχι τυχαία τα τελευταία τριάντα χρόνια οι νεοσυντηρητικοί συνηγορούν υπέρ μιας στρατηγικής συμμαχίας ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Ιερουσαλήμ, κάτι που από το 1979 και μετά αποτελεί πραγ­ματικότητα. Επιπλέον οι νεοσυντηρητικοί δεν ταυτίζονται απλώς με την ασφάλεια του Ισραήλ, αλλά και με τις ακραίες πολιτικές επιλογές, όπως αυτές που εκφράζονται από το ση­μερινό πρωθυπουργό Σαρόν και τον προκάτοχο του στην ηγεσία του κόμματος Λικούντ, Νετανιάχου.

Εδώ χρειάζεται να γίνει αναφορά σ’ ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Οι 8 από τους 25, στο πλαίσιο της μελέτης «Study Group on a New Israeli Strategy Toward 2000» υπό την προ­εδρία του Richard Perle (και για λογαριασμό συντηρητικού think tank με κεντρικά γραφεία στην Ιερουσαλήμ και παράρτημα στην Ουάσιγκτον), κατέθεσαν μελέτη με τίτλο «Α Clean Break: Α New Strategy for Securing the Realm» [οf Israel]. Η μελέτη παραδόθηκε προσωπικά στο νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό Νετανιάχου από τον Perle τον Ιούλιο του 1996. Δύο μέρες αργότερα ο Νετανιάχου, σε ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο, προσυπέγραψε αρκετές από τις ει­σηγήσεις της ομάδας Perle που υποστήριξε και σε επίσημο σχόλιο της η εφημερίδα The Wall Street Journal.

Το κείμενο «Α Clean Break » γράφτηκε επί Προεδρίας Κλίντον, μια περίοδο που οι νεοσυντηρητικοί βρίσκονταν εκτός εξουσίας και ήταν εξαιρετικά εχθρικοί και δυσαρε­στημένοι. Το κείμενο πιθανότατα να περνούσε απαρατήρη­το εάν ο Μπους δεν κέρδιζε τις εκλογές του 2000 και δεν ακολουθούσε η 11η Σεπτεμβρίου. Πήρε όμως τη σημασία που του άξιζε, μετά τα γεγονότα και τον πόλεμο στο Ιράκ, διότι οι «εισηγήσεις» πολιτικής του προς τον Νετανιάχου κωδικοποιούσαν τη στρατηγική που υιοθέτησε και ο Πρόε­δρος Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η βασική εισήγηση του «Α Clean Break» υπήρξε η υιοθέτηση μιας στρατηγικής που επιτρέπει στο Ισραήλ να διαμορφώνει το στρατηγικό του περιβάλλον (shape its strategic environment) λειτουργώ­ντας προληπτικά και όχι ν’ αντιδρά στις εξελίξεις. Το «Α Clean Break» εισηγείται επίσης ότι το Ισραήλ πρέπει να εγκαταλείψει τη φιλοσοφία της επιστροφής εδαφών με αντάλλαγμα την ειρήνη (land for peace), να υιοθετήσει τη φιλοσοφία της ειρήνης μέσω ισχύος (peace though strength και peace for peace) και να έχει ως εργαλείο διασφάλισης της ειρήνης την ισχύ. Επιπρόσθετα το «Α Clean Break» ει­σηγείται (α) την εγκατάλειψη της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο, (β) τη χρήση βίας εναντίον των Παλαιστινίων στα εδάφη τους και την πολιτική εξουδετέρωση του Αραφάτ και της Παλαιστινιακής Αρχής, (γ) τη δημιουργία στρατηγικού άξονα μεταξύ Ισραήλ, Τουρκίας και Ιορδανίας για την αντι­μετώπιση εχθρικών χωρών (Συρία, Ιράν, Ιράκ) με επιθετι­κές ενέργειες όπου χρειαστεί, (δ) την ανατροπή του καθε­στώτος Σαντάμ και αντικατάσταση του με φιλο-ιορδανικό (χασεμιτικό) καθεστώς, αφού το μέλλον του Ιράκ καθορίζει το στρατηγικό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή και (ε) την περαιτέρω σύσφιγξη των στρατηγικών σχέσεων ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Ιερουσαλήμ.

Οι ομοιότητες του «Α Clean Break» με τη στρατηγική Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι εντυπωσιακές, αλλά όχι τυχαίες. Τα ίδια άτομα συνέβαλαν στη διαμόρφωση και των δύο. Σίγουρα η στρατηγική των ΗΠΑ, που ενσωματώνει στόχους όπως τον έλεγχο των πετρελαίων και φιλοδοξίες όπως τον εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής, είναι πολύ ευρύτερη από αυτή του Σαρόν και του φιλο-ισραηλινού λό­μπι στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η επικάλυψη είναι εντυπωσιακή και πυροδοτεί ερωτήματα ως προς τη διάδραση ανάμεσα στα συμφέροντα των δύο κρατών, ειδικά όταν στην περίπτωση της επίθεσης κατά του Ιράκ, για παράδειγμα, οι φιλο-ισραη-λινοί νεοσυντηρητικοί και οι διαμορφωτές του δόγματος του προληπτικού πολέμου αποτελούνται σχεδόν από τα ίδια άτομα.

Νεοσυντηρητικοι και τουρκιά

Ως θιασώτες της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις, οι νε-οσυντηρητικοί θεωρούν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ ως τα προ­πύργια της ελευθερίας στον κόσμο που βάλλονται από τις δυνάμεις του σκότους. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τις δυνάμεις αυτές εκπροσωπούσε ο διεθνής κομμουνισμός. Στη μεταψυχροπολεμική περίοδο τις δυνάμεις του σκότους εκπροσωπούσαν οι αναδυόμιενες δυνάμεις (όπως η Κίνα) που κατείχαν ήδη όπλα μαζικής καταστροφής. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η διεθνής τρομοκρατία, δηλαδή ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, πήρε τα σκήπτρα. Περάν του Ισραήλ, ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος τοον ΗΠΑ και του Ισραήλ είναι για τους νεοσυντηρητικούς η Τουρκία, η δημοκρατική για αυ­τούς χώρα-μοντέλο στο μουσουλμανικό κόσμο, που διέπεται από τις ίδιες αρχές και αξίες που χαρακτηρίζουν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και η οποία για τους ίδιους λόγους βρίσκεται στο στόχαστρο της διεθνούς τρομοκρατίας.

Ωστόσο, η άρνηση της Τουρκίας το Μάρτιο του 2003 να επιτρέψει τη χρήση του εδάφους της από τους Αμερικανούς στον πόλεμο κατά του Ιράκ, εξέπληξε τους νεοσυντηρητικούς προκαλώντας, ταυτόχρονα, αμηχανία και θυμό κατά των Τούρκων. Ένας από τους κύριους λόγους που οι νεοσυ-ντηρητικοί επικαλέστηκαν για να δικαιολογήσουν τη στάση της Τουρκίας, ήταν ότι η τελευταία άρχισε να ιεραρχεί την ευρωπαϊκή της προοπτική ως στρατηγικά σημαντικότερη από τη σχέση της με την Ουάσιγκτον και κατ’ επέκταση με το Ισραήλ. Τυχόν αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τον άξονα Ουάσιγκτον – Άγκυρα – Ιερουσαλήμ θεωρείται κατα­στροφική από τους νεοσυντηρητικούς, διότι η Τουρκία, πέ­ραν του στρατιωτικού της όγκου, της επιθετικής πολιτικής της έναντι των γειτόνων της, αλλά κυρίως λόγω της μουσουλ­μανικής της ταυτότητας, θεωρείται ότι προσφέρει και το αναγκαίο φύλλο συκής στο μιλιταρισμό των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Για το λόγο αυτόν, οι νεοσυντηρητικοί πρωτοστα­τούν στην αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στην Ουά­σιγκτον και την Άγκυρα και, σε κάθε ευκαιρία, εξωραΐζουν και εξαγνίζουν την Τουρκία. Επίσης, σε κάθε ευκαιρία ενι­σχύουν τις ανησυχίες και ανασφάλειες της Άγκυρας αναφο­ρικά με την ευρωπαϊκή της στρατηγική. Η επωδός όλων των νεοσυντηρητικών, όπως του ιστορικού Bernard Lewis, για παράδειγμα, είναι ότι η Τουρκία δεν έχει, κανένα μέλλον στην Ευρώπη και ότι μόνο με μια συνεχή ενισχυόμενη σχέση της με τις ΗΠΑ (και. το Ισραήλ) μπορούν να διασφαλιστούν τα εθνικά της συμφέροντα.

Η άμεση σχέση των νεοσυντηρητικών με την Τουρκία τεκμηριώνεται με τη δυναμική εμφάνιση των νεοσυντηρητι­κών στην πρώτη Προεδρία Reagan. Στην πράξη, η εισήγηση για στρατιωτικό άξονα Ισραήλ – Τουρκίας που κατατίθεται στο «Α Clean Break», υλοποιήθηκε την περίοδο 1979-1983 με αρχιτέκτονες τον Albert Wohlstetter και τον Richard Perle. Την περίοδο αυτή υλοποιήθηκε το «Δόγμα Wohlstetter» για την Τουρκία με στρατηγικά σχέδια που εκπόνη­σε Wohlstetter και υλοποίησε ο Perle με την ιδιότητα του τότε ως αξιωματούχος στο Πεντάγωνο (1981-1987). Δισεκα­τομμύρια δολάρια στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας παραχωρήθηκαν από τότε και σε όλη τη διάρκεια της Προε­δρίας Reagan στην Τουρκία της χούντας του Εβρέν. (Για ένα χρονικό διάστημα μετά το 1987 ο Perle εργάσθηκε ως έμμισθος της τουρκικής κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον). Το αποτέλεσμα ήταν η Τουρκία ν’ αντικαταστήσει το Ιράν ως «χωροφύλακας» των ΗΠΑ στην περιοχή. Στις ανατολικές τότε επαρχίες της Τουρκίας (Κουρδιστάν) που συνόρευαν με τη Μέση Ανατολή οικοδομήθηκαν στρατιωτικές βάσεις και υποδομές για διευκόλυνση αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή (Δύναμη Τα­χείας Ανάπτυξης).

Το «Δόγμα Wohlstetter» για την Τουρκία συμπληρώθηκε με τον τουρκοϊσραηλινό άξονα, τα θεμέλια του οποίου τέθη­καν στις αρχές του 1980 στην Ουάσιγκτον, με εμπνευστή, καθοδηγητή και μεσάζοντα τον Richard Perle και τους ανα­δυόμενους, τότε, νεοσυντηρητικούς ομοϊδεάτες του.

Συμπέρασμα

Στη διάρκεια της οκταετίας Κλίντον οι νεοσυντηρητικοί λειτούργησαν σε αναμονή, ενισχύοντας τις δυνάμεις τους σε think tank, σε συναφείς χώρους επιρροής και αξιώματα δεύτερης και τρίτης βαθμίδας στην ιεραρχία της εκτελεστι­κής εξουσίας. Σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου Κλίντον εξα-πέλυαν δριμείες κατηγορίες κατά της πολιτικής ασφάλειας Κλίντον στο πρότυπο της Ομάδας Τeam Β της περιόδου Carter.                                                                             Επί Προεδρίας Μπους, του νεότερου όμως, και όπως το­νίσθηκε αρχικά, λόγω της 11ης Σεπτεμβρίου, οι νεοσυντηρη­τικοί επανήλθαν δριμύτεροι και αριθμητικά περισσότεροι, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι κυρίαρχοι του παιχνιδιοΐ) στην Ουάσιγκτον σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου λειτούργησαν ως η κρίσιμη μάζα που ανέτρεψε τις εσωτερικές ισορροπίες και δρομολόγησε έτσι τον πόλεμο, δικαιολογώντας την εκτίμηση του Friedman που κατατέθηκε στις αρχές του κειμένου.

Το δεύτερο πιο σημαντικό επίτευγμα των νεοσυντηρητι-κών, μετά από αυτό του ελέγχου της πολιτικής εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, είναι ότι κατάφεραν με μεγάλη επιτη-δειότητα και επιδεξιότητα να παρουσιάζονται ως πολιτικοί φιλόσοφοι και ουτοπιστές (ιδεαλιστές), των οποίων η φιλο­σοφία φιλοδοξεί ν’ αναδομήσει και ν’ αναπλάσει το μου­σουλμανικό και αραβικό κόσμο καταστρέφοντας τα πολιτι­κοοικονομικά θεμέλια και τη θρησκευτική και ολιγαρχική τάξη που τον διαφεντεύει. Ο δεδηλωμένος στρατηγικός στό­χος είναι ο εκδημοκρατισμός, ο οποίος εκ φύσης, κατά τους νεοσυντηρητικούς, θ’ ακυρώσει την απειλή του ριζοσπαστι­κού ισλαμισμού κατά των ΗΠΑ και θα διασφαλίσει ταυτό­χρονα τα αμοιβαία συμφέροντα όλων, συμπεριλαμβανομένων και των λαών της περιοχής. Επειδή όμως, πάντοτε κατά τους νεοσυντηρητικούς, έχει αποδειχτεί ότι ο εκδημοκρατι­σμός στο μουσουλμανικό και αραβικό χώρο δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί και να εμπεδωθεί, λόγω της διεφθαρμένης πολι-τικοθρησκευτικής τάξης, θα πρέπει η υφιστάμενη κατάστα­ση να καταστραφεί διά της βίας και, μετά την καταστροφή και το χάος, να αναδυθούν νέες πολιτικές δυνάμεις και να οικοδομηθούν νέοι πλουραλιστικοί θεσμοί και δημοκρατικά συστήματα.

     Όλος ο πολιτικός βερμπαλισμός που εκπορεύεται από την Ουάσιγκτον, πριν και μετά τον πόλεμο κατά του Ιράκ, για να στηρίξει και να δικαιολογήσει τη χρήση βίας, εκλογικεύεται με βάση την παραπάνω θεώρηση. Δυστυχώς, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, η θεώρηση αυτή έχει γίνει αποδεκτή ως φιλοσοφημένη, ενώ οι θιασώτες της παρουσιάζονται ως φιλόσοφοι και ουτοπιστές με επιρροές από την κλασική φιλοσοφία όπως την ερμηνεύει ο κλασικιστής Leo Strauss του Πανεπιστημίου του Chicago (βλέπε, για πα­ράδειγμα, το πρόσφατο σχόλιο του έγκυρου σχολιαστή με έδρα το Παρίσι William Pfaff, «The philosophers of chaos reap a whirwind », International Herald Tribune 23-24/8/2003).

   Τον περασμένο αιώνα στην άγρια Δύση της Αμερικής πε­ριόδευαν επιτήδειοι που πουλούσαν, ένα δολάριο το μπου­κάλι, εξωτικά έλαια, τα οποία είχαν θαυματουργές δυνατότητες να θεραπεύουν τα πάντα και να επιλύουν όλα τα ατο­μικά προβλήματα – προσωπικά, οικογενειακά, οικονομικά. Στην ιστορία της αμερικανικής Δύσης οι τσαρλατάνοι αυτοί κέρδισαν το χαρακτηρισμό «snake-oil merchants», αυτοί δη­λαδή που πλούτιζαν πουλώντας το «λάδι του φιδιού».Οι νεοσυντηρητικοί που κυριαρχούν αυτή την περίοδο στην Ουάσιγκτον είναι οι αντίστοιχοι «snake-oil merchants» του περασμένου αιώνα, με τη διαφορά ότι πουλούν το «λάδι του φιδιού» στο σύνολο του αμερικανικού λαού. Κυριολε­κτικά, σχεδόν όλοι οι επώνυμοι νεοσυντηρητικοί, όπως τεκ­μηριώνει η έρευνα, έχουν ιδιοτελή κίνητρα και πλουτίζουν πουλώντας «νεοσυντηρητισμό». Ορισμένοι δε από αυτούς, που κατέχουν υψηλές θέσεις, έχουν και ποινικό μητρώο, ενώ άλλοι έχουν κατηγορηθεί από το FBI ως πράκτορες ξέ­νων δυνάμεων. Πολιτική φιλοσοφία τους δεν υπήρξε ποτέ ο: εκδημοκρατισμός, οι φιλελεύθερες αξίες και η ηθική συμπε­ριφορά, αλλά ο δαρβινισμός, δηλαδή η επιβίωση (και η κα­λοπέραση) του ισχυρότερου. Ευαγγελίζονται, ωστόσο, τον εκδημοκρατισμό και τον πλουραλισμό διότι τους προσφέ­ρουν νομιμοποιητικό προκάλυμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες (ο υπόλοιπος κόσμος δεν τους ενδιαφέρει) και ταυτόχρονα τους επιτρέπουν να υλοποιούν τη δαρβινιστική τους φιλοσο­φία, όπως και στη ζούγκλα, με αδιάλειπτους πολέμους και συγκρούσεις. Και επειδή τυγχάνουν της προστασίας της ισχυρότερης χώρας του κόσμου (που διαθέτει και πυρηνικό οπλοστάσιο), είναι πεπεισμένοι ότι η δική τους επιβίωση και των ομοϊδεατών συμμάχων τους είναι εσαεί εξασφαλισμένη.

Ενδεικτικές πήγες

  • Atlas James, «What it Takes to be o Neo-Conservative», The New York Times, October 19,2003. Beiniri Joel, «Pro-Israeli Hawks and the Second Gulf War», Middle East Report Online, April 6, 2003.
  • Boot Max, «Think Again: Neocons», Foreign Policy, January-Fe­bruary 2004.
  • Cahn Anne Hessing and Prados John, «Team B: The Trillion Dollar Experiment» The Bulletin of the Atomic Scientist, April 1993.
  • Daadler Ivo H. and Linday James, America Unbound: The Bush Revolution in Foreign Policy, Brookings Institution Press, Washington, 2003.
  • Drew Elizabeth, «The Neocons in Power», Tfie New York Review of Books, June 12, 2003.
  • Drury Shadia, «Leo Strauss and the Neoconservatives». Vaff Foundation (evatt.org.au/publications). 2003.
  • Evriviades Euripides L., US – Turkey Contingency Planning and Soviet Reaction, 1978-1983, Defense Analyses Institute, Athens, 2001.
  • Fialka John, «Former Defence Official Greate Firm to Lobby in Wa­shington for Turkey», Wall Streat Journal, February 16,1989.
  • Frachon Alain and Vernet Daniel, «The Strategist and the Philoso­pher. Conterpunch, June 2, 2003.
  • Frum David and Perle Richard, An End to Evil: How to Wm the War-on Terror, Random House, New York, 2003.
  • William D., «Making Money on Terrorism», Tlie Nation, Fe­bruary 23,     2004
  • Seymour, «Who Lied to Whom?», The New Yorker, March 17, 2003
  • Hersh Seymour, «Selective Intelligence The New Yorker, August 28,
  • Hersh Seymour, «Lunch with the Chairman», Tlie New Yorker, March 10,2003.
  • Hersh Seymour, Kissinger: The Price of Power, Summit Books, NewYork, 1983.
  • Huntington Samuel P., «Robust Nationalism», Tlie National Interest,Winter 1999-2000.
  • Husain Khuram, «Neocons: The Men Behind the Curtain»,5 ofthe Atomic Scientists, November-December 2003.
  • Keller Bill, «The Sunshine Warrior», The New York Times Magazine,September 22, 2002.
  • Kristol Irving, «The Neoconservative Persuasion», The Weekly Standard, August 25, 2003.
  • Kristol William and Kagan Robert (eds), Present Dangers, Encounter s, San Francsisco

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Οι "νεοσυντηρητικοί" των ΗΠΑ και ο πόλεμος στο Ιρακ

  1. Παράθεμα: Ξανά στην κόψη του ξυραφιού η Μέση Ανατολή: Το Ισραήλ και μια «ενδο-ιμπεριαλιστική» σύγκρουση : Ανιχνεύσεις

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.