Το Δίκαιο του Πολέμου

Το Δίκαιο του Πολέμου είναι τμήμα του Διεθνούς Δικαίου. Το Διεθνές Δίκαιο παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανθρωπότητα για την ειρηνική συμβίωση μεταξύ των Κρατών, το δε Δίκαιο του Πολέμου προσπαθεί να την επαναφέρει με την ειρηνική τακτοποίηση των διαφορών του πολέμου.

Αντικείμενο του Διεθνούς Δικαίου του Πολέμου, απετέλεσαν οι περιορισμοί στην χρησιμοποιούμενη ισχύ υπό των εμπολέμων, μέχρι τέτοιο βαθμό, ώστε η χρησιμοποιούμενη ισχύ θεωρείται ότι υποκαθιστά τη Δικαιοσύνη, η οποία προ της συρράξεως ρύθμιζε τις σχέσεις των Κρατών.

Επικρατεί η αντίληψη ότι το Διεθνές Δίκαιο του Πολέμου τίθεται σε αχρηστία, καθ» όσον συνεχώς παραβιάζεται υπό των εμπολέμων και κανείς δε σέβεται τις διατάξεις του. Υπό αυτό το πρίσμα θα έπρεπε να έχει τεθεί σε αχρηστία και το Ποινικό Δίκαιο διότι κάθε ημέρα παραβιάζεται υπό των εγκληματιών. Αντίθετα όμως όσο περισσότερο παραβιάζεται τόσο περισσότερο θεωρείται απαραίτητο. Αν κανένας δεν το παραβίαζε, τότε θα προέκυπτε θέμα καταργήσεως του.

Οι εμπόλεμοι δεν ξεχνούν τις παραβιάσεις του Δικαίου του Πολέμου από τους αντιπάλους τους και αναμένουν, μετά τη λήξη των πολέμων να αποδώσουν Δικαιοσύνη προς ικανοποίηση του αισθήματος Δικαίου των Λαών τους οι οποίοι είχαν πληρώσει το βάρος των παραβιάσεων. Οι γνωρίζοντες τους κανόνες του Δικαίου του Πολέμου θα πρέπει να τους τηρούν και να τους σέβονται, αποδεικνύοντας έτσι ότι ανήκουν σε στρατούς πολιτισμένων Εθνών.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Αν πάρουμε σαν αρχή το γνωμικό του Αριστοτέλη «Ώσπερ γάρ και τελειωθέν βέλτιστον των ζώων ο άνθρωπος έστιν, ούτω και χωρισθέν νόμου και δίκης χείριστον πάντων» που πραγματικά έχει ισχύ όχι μόνο σε περίοδο ειρήνης αλλά και σε περίοδο πολέμου, γιατί ο νόμος – στη δική μας περίπτωση με την έννοια του Διεθνούς Δικαίου – είναι ο μόνος ικανός να εμποδίσει τον άνθρωπο από το να καταντήσει το «χείριστον πάντων» των ζώων.

Στην Ελληνική αλλά και στην διεθνή πραγματικότητα υπάρχει μια έλλειψη θεωρητικής επεξεργασίας του δικαίου του πολέμου. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Δίκαιο του Πολέμου κατείχε μεγάλο τμήμα της διδασκαλίας του Διεθνούς Δικαίου. Αντίθετα, την περίοδο που επακολούθησε υποχώρησε η μελέτη του Δικαίου του Πολέμου. Παρά τον πολλαπλασιασμό των επιστημονικών περιοδικών διεθνούς δικαίου, άρθρα που αναφέρονται στο Δίκαιο του Πολέμου σπάνια συναντάμε. Κυρίως οι Άγγλοι και Αμερικανοί δημοσίευσαν ορισμένες αξιόλογες μελέτες για το Δίκαιο του Πολέμου κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Τα περισσότερα κράτη από μόνα τους παραμέλησαν τη μελέτη του Δικαίου του Πολέμου. Παραμέλησαν τη μελέτη γιατί η προσοχή τους στράφηκε κυρίως στην πρόληψη του πολέμου και όχι στους κανόνες διεξαγωγής του. Μάλιστα το 1927 στη Σύνοδο των Παρισίων η Διακοινοβουλευτική Ένωση ενέκρινε απόφαση να εγκαταλειφτεί η προσπάθεια κωδικοποίησης των νόμων του πολέμου και στο μέλλον ο πόλεμος θα έπρεπε να θεωρείται σαν έγκλημα κατά του Διεθνούς Δικαίου. Με το σύμφωνο των Παρισίων (1928) καταδικάστηκε γενικά ο πόλεμος αλλά δεν απαγορεύθηκε αυτός, όταν το κράτος βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα. Η ειρήνη σε σχέση με τον πόλεμο, είναι μια κατάσταση μονιμότερη και διαρκής. Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου της ειρήνης εξελίσσονται αργά. Αντίθετα ο πόλεμος είναι φαινόμενο παροδικό και εμφανίζεται περιοδικά. Οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου εξελίσσονται απότομα, γιατί λαμβάνεται υπόψη η πρακτική που χρησιμοποιήθηκε σε κάθε πόλεμο, που έτσι μπορεί να γίνει και σταθμός για τη διαμόρφωση των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου. Μετά το τέλος κάθε πολέμου οι νομομαθείς και οι κυβερνήσεις λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες που παρουσιάστηκαν & αυτόν και την τακτική που ακολουθήθηκε, για να διατυπώσουν ενδεχόμενα νέους κανόνες διεξαγωγής του πολέμου που πρέπει ν’ ακολουθήσουν μελλοντικά. Έτσι η διεξαγωγή των πολέμων βρίσκεται από τη μία πλευρά σε προϋπάρχοντες κανόνες, από την άλλη οι πόλεμοι συμβάλλουν, κατά κάποιο τρόπο, και σε νομοθετική διαδικασία.

Ο Πόλεμος καταργεί το Διεθνές Δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις των Εθνών στην ειρήνη. Η ανθρωπότητα όμως δεν έφτασε ακόμα στο σημείο εκείνο, ώστε οι πόλεμοι να θεωρούνται πρωτόγονη εκδήλωση απονομής δικαιοσύνης. Έτσι δεν υπάρχει καμιά νομική ή ηθική βάση που να δικαιολογεί την ανθρωπότητα να εγκαταλείψει τους κανόνες του Δικαίου του Πολέμου, που επιβλήθηκαν σταδιακά και ανάλογα με την πρόοδο του πολιτισμού.

Όταν το 1926 δημοσιεύθηκε στο Παρίσι για πρώτη φορά το μνημειώδες έργω του GROTIUS, DE JURE BELI A C PACIS, οι κανόνες του πολέμου θεωρούνταν ότι θεμελιώνονταν απλά πάνω στη συνείδηση και όχι ότι επιβάλλονταν από νομική υποχρέωση. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να θεωρηθούν ως κανόνες υποχρεωτικοί και όχι ως προαιρετικές υποδείξεις. Το σύνολο των συμβατικών κειμένων και των διεθνών εθίμων για τον πόλεμο αποτέλεσε ένα κώδικα για τα έθνη που θεωρήθηκε ως πραγματικό ευεργέτημα για την ανθρωπότητα. Και αν ακόμα αυτός ο κώδικας δεν είναι ισχυρός για να σταματάει τις παρανομίες στον πόλεμο σ’όλες τις περιπτώσεις, έχει όμως τη δύναμη, όπως έδειξε η πείρα, να εμποδίζει τις περισσότερες παρανομίες. Τη δύναμη του αυτή το Δίκαιο του Πολέμου την παίρνει από την ηθική του θεμελίωση. Θεωρείται κατάκτηση της ανθρωπότητας στον ηθικό τομέα, λόγω χάρη, η φιλανθρωπία στους ασθενείς και τους τραυματίες, η προστασία των αιχμαλώτων και ο σεβασμός των αμάχων.

Αλλά εκτός από την ηθική αυτή βάση το Δίκαιο του Πολέμου θεμελιώνεται και πάνω στα συμφέροντα των εμπολέμων. Γιατί, αυτός που διεξάγει τον πόλεμο γνωρίζει, ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί στις ανθρωπιστικές απαιτήσεις της παγκόσμιας συνείδησης χωρίς να στραφεί εναντίον του η κοινή γνώμη και ότι ούτε αυτόν τον συμφέρει να εκτεθεί στον κίνδυνο να στερηθεί και αυτός από την προστασία που του προσφέρουν οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου, μια και δεν θα ήταν υποχρεωμένος να τους εφαρμόσει και ο αντίπαλος.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΕΠΙΛΥΣΕΩΣ ΑΥΤΩΝ

Ειρηνικά Μέσα

Η Επίλυση των Διεθνών Διαφορών προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου

Διπλωματικά Μέσα

1. Οι Διπλωματικές διαπραγματεύσεις ή απλώς διαπραγματεύσεις: οι οποίες αντικαθιστώνται διά Διεθνών Διασκέψεων ή Συνδιασκέψεων, όταν αφορούν ζήτημα για το οποίον ενδιαφέρονται περισσότερα από δυο Κράτη.

2. Οι Φιλικές ενέργειες ή υπηρεσίες: οι οποίες αφορούν την επέμβαση τρίτου κράτους προς επίλυση διαφορών μεταξύ δύο κρατών και είναι δυνατόν να είναι αυθόρμητες ή και να ζητηθεί από το ένα ή και αμφότερα τα διαμαχόμενα Κράτη.

3. Η μεσολάβηση: αυτή αφορά την επέμβαση προς επίλυση διαφοράς μεταξύ Κρατών, όπως και οι φιλικές ενέργειες είναι δυνατόν να είναι αυθόρμητος ή και να ζητηθεί. Σε αντίθεση με τις φιλικές ενέργειες, ό μεσολαβών λαμβάνει ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις και υποδεικνύει λύση. Τα αποτελέσματα των φιλικών ενεργειών και μεσολαβήσεων, οι οποίες προβλέπονται από τις συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907, έχουν συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα.

4. Οι Διεθνείς εξεταστικές επιτροπές: αποτελούν θεσμό που καθιερώθηκαν από τις Συμβάσεις της Χάγης 1899 και 1907 και αποβλέπουν στην ειρηνική επίλυση διαφορών μεταξύ των Κρατών, τα οποία απέτυχαν διά της χρησιμοποιήσεως της διπλωματικής οδού. Για την σύσταση μιας Διεθνούς εξεταστικής επιτροπής απαιτείται ειδική συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών.

Νομικά Μέσα

1. Η Διαιτησία: είναι η ανάθεση της λύσεως ορισμένης διαφοράς σε δικαστές οι οποίοι εκλέγονται υπό των διαδίκων μερών. Η προσφυγή στη διαιτησία είναι προαιρετική εκτός εάν υπάρχει ανειλημμένη υποχρέωση οπότε είναι υποχρεωτική (διαιτητική ρήτρα). Για να λυθεί διαιτητικά μια διαφορά πρέπει να καταρτιστεί συνυποσχετικό το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενο διαφοράς, τους διαιτητές, την ακολουθητέα διαδικασία, το εφαρμοστέο δίκαιο και την έκταση δικαιοδοσίας των διαιτητών. Η σύναψη του συνυποσχετικού περικλείει την υποχρέωση της εκτελέσεως της εκδοθείσης απόφασης καλή τη πίστη. Η απόφαση δεν είναι υποχρεωτική εάν:

  • Το συνυποσχετικό είναι άκυρο.
  • Οι διαιτητές υπερέβησαν τη δικαιοδοσία τους.
  • Έλαβε χώρα δωροδοκία των διαιτητών.
  • Διαπράχθηκε σφάλμα στην εφαρμογή του δικαίου.

2. Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο: Το Διεθνές Δικαστήριο αντικατέστησε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης το οποίο αποτελούσε ανεξάρτητο δικαστικό όργανο της Κοινωνίας των Εθνών με έδρα την Χάγη. Τα καθήκοντα του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι δικαστικά και γνωμοδοτικά. Στην πρώτη περίπτωση το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση η οποία είναι δεσμευτική ενώ στη δεύτερη περίπτωση γνωμοδότηση η οποία είναι απλά νομική γνώμη μη δεσμευτική. Οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι οριστικές μη επιδεχόμενης περαιτέρω προσφυγής, είναι επίσης υποχρεωτικές αλλά, δυστυχώς, όχι εκτελεστές. Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται πάσης διαφοράς νομικής φύσεως, η οποία έχει ως αντικείμενο:

  • Την ερμηνεία συνθήκης
  • Παν ζήτημα διεθνούς δικαίου
  • Την ύπαρξη παντός γεγονότος, το οποίον βεβαιούμενο, θα αποτελεί παραβίαση κάποιας διεθνούς υποχρεώσεως
  • Την φύση ή την έκταση οφειλόμενης επανορθώσεως από παραβίαση κάποιας διεθνούς υποχρεώσεως.

Η Επίλυση των Διεθνών Διαφορών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και Εφεξής

Μέσω της Κοινωνίας των Εθνών: Προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρχε ορισμένη διαδικασία προς επίλυση των διεθνών διαφορών, επίσης δεν υπήρχε διαδικασία που να προβλέπει την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, η κήρυξη του πολέμου δεν απαγορεύεται από το Διεθνές Δίκαιο. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το υπάρχον αυτό κενό έρχεται να συμπληρώσει, τότε μεν το Καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, σήμερα δε το Καταστατικό των Ηνωμένων Εθνών.Ο Χάρτης της Κοινωνίας των Εθνών δεν επέτρεπε, κατ» αρχήν, αλλά και δεν απαγόρευε τον πόλεμο εκ μέρους Κράτους – Μέλους αυτής, σε περίπτωση υπάρξεως διεθνούς διαφοράς.

Η επίλυση διαφοράς έπρεπε να γίνει με υποβολή αυτής στην διαιτησία ή τον δικαστικό διακανονισμό ή την κρίση του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών. Η απαγόρευση προσφυγής στον πόλεμο ήταν υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση ομόφωνου αποφάσεως του Συμβουλίου, σε αντίθετη περίπτωση μη ομόφωνου αποφάσεως του Συμβουλίου, τα Μέλη – Κράτη της Κοινωνίας των Εθνών, είχαν το δικαίωμα να ενεργήσουν όπως θα έκριναν αναγκαίο προς τήρηση η επιβολή του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Τούτο σήμαινε και δικαίωμα προσφυγής στον πόλεμο. Η επίλυση των διαφορών ήταν δυνατό να παρουσιαστεί και ενώπιον της Συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών. Προς επιτυχή επιβολή ειρηνικού διακανονισμού των διεθνών διαφορών και αποτροπή του πολέμου, το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών είχε καθιερώσει ορισμένα κυρωτικά μέτρα οικονομικά και στρατιωτικά. Τα στρατιωτικά μέτρα δεν εθεωρούντο υποχρεωτικά και τα οικονομικά μέτρα όχι δεσμευτικά, κατά την άποψη πολλών Μελών – Κρατών της Κοινωνίας των Εθνών, με αποτέλεσμα η απροθυμία των Μελών- Κρατών να συνεισφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις για αποτροπή των πρώτων συρράξεων, με τελικό αποτέλεσμα την διάλυση της Συμμαχίας.

Μέσω του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών: Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών σε αντίθεση προς τον Καταστατικό Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών, απαγορεύει κάθε πόλεμο και κάθε προσφυγή στα όπλα για διευθέτηση των διεθνών διαφορών, καθορίζει δε ως μέσα επιλύσεως των διεθνών διαφορών τις διαπραγματεύσεις, την έρευνα, τη μεσολάβηση, τη διαιτησία, τη συνδιαλλαγή, το δικαστικό διακανονισμό, την προσφυγή στις τοπικές οργανώσεις ή συμφωνίες ή άλλα ειρηνικά μέσα της εκλογής τους.Η διεθνής διαφορά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ή εις αμφότερα υπό παντός αρμοδίου ή ενδιαφερόμενου Μέρους δηλαδή:

  • Πάν Κράτος – Μέλος των Ηνωμένων Εθνών
  • Πάν Κράτος – μη Μέλος το οποίο είναι διάδικο στην υπό εξέταση διαφορά και έχει αποδεχτεί εκ των προτέρων τις υποχρεώσεις του Καταστατικού Χάρτου περί ειρηνικού διακανονισμού
  • Ο Γενικός Γραμματεύς και τέλος η Γενική Συνέλευση δύναται να προκαλέσει την προσοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας επί διαφοράς ή καταστάσεως, η οποία εγκυμονεί κίνδυνο για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών διαθέτει τα παρακάτω μέτρα για επίλυση των διεθνών διαφορών και διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης τα οποία είναι: Τα προσωρινά και τα εξαναγκαστικά.Τα προσωρινά μέτρα αναγράφονται στα άρθρα 39 και 40 του 7ου κεφαλαίου του Καταστατικού Χάρτου και συμφώνως προς αυτά το Συμβούλιο Ασφαλείας προβαίνει σε συστάσεις ή προσκαλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμμορφωθούν προς τα προσωρινά μέτρα.Τα εξαναγκαστικά μέτρα διακρίνονται:

  • Στα μη συνεπαγόμενα την χρήση Ενόπλου βίας (άρθρο 41) και συμπεριλαμβάνουν διακοπή πλήρη ή μερική των οικονομικών σχέσεων, των σιδηροδρομικών, θαλασσίων, εναερίων, ταχυδρομικών, τηλεγραφικών, ραδιοφωνικών και λοιπών μέσων συγκοινωνίας και την διακοπή διπλωματικών σχέσεων και
  • Στα συνεπαγόμενα την χρήση ενόπλου βίας ήτοι τα στρατιωτικά μέσα (άρθρο 42 και 43) τα οποία είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν στρατιωτικές επιδείξεις, αποκλεισμό και άλλες επιχειρήσεις από αέρα ή ξηρά.

ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΜΕΣΑ – Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Υπάρχουν πολλές απόψεις περί του ορισμού και της έννοιας του πολέμου. Από φιλοσοφικής πλευράς, ο Rousseau λέγει ότι, ο πόλεμος δεν είναι σχέση ατόμων προς άτομα, αλλά Κράτους προς Κράτος, στη σχέση αυτή τα άτομα κατά σύμπτωση είναι εχθροί όχι ως άνθρωποι αλλά ως στρατιώτες υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους.Ο Gratius, Πατήρ του Διεθνούς Δικαίου, θεωρεί τον πόλεμο λύση των διαφορών διά της δυνάμεως των όπλων.Κατά την Αγγλική και Αμερικανική νομολογία, πόλεμος μεταξύ δύο κρατών είναι πόλεμος μεταξύ των μελών των κρατών αυτών, που τα μέλη είναι και εχθροί μεταξύ τους.Από νομικής πλευράς ο πόλεμος θεωρείται η χρήση ενόπλου βίας στην οποία προσφεύγουν τα κράτη, μη δυνάμενα αλλιώς να ικανοποιήσουν τα θεωρούμενα υπ’ αυτών δικαιώματα και συμφέροντα, προς επιβολή της θελήσεώς τους.Από Στρατηγικής πλευράς αποτελεί αιματηρά σύρραξη αντιπάλων λαών, κατά την οποία έκαστος επιζητεί την καταστροφή ή εξασθένηση του αντιπάλου, μέχρι σε τέτοιο σημείο, ώστε ο αντίπαλος να μη δύναται να εξακολουθήσει την αντίσταση.

Από απόψεως Διεθνούς Δικαίου, δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως πόλεμος ο ένοπλος αγών ο οποίος διεξάγεται μεταξύ Κρατών – Μελών ενός ομοσπονδιακού κράτους, διότι αυτός είναι εμφύλιος πόλεμος ως επίσης διά τον μεταξύ ομάδων ατόμων ένοπλου αγώνα, εξαιρουμένης της περιπτώσεως της αναγνωρίσεως των επαναστατών ως εμπολέμων.

Νομική Ύπαρξη του Πολέμου

Διά να υπάρξει, νομικώς, πόλεμος απαιτούνται:

  1. Ένοπλος αγών
  2. Διεξαγωγή αυτού μεταξύ Κρατών ή μεταξύ Κρατών και ανεγνωρισμένων διεθνώς ομάδων ως εμπολέμων.
  3. Η βούληση, ενός τουλάχιστον, των αντιπάλων όπως ενεργήσει εμπόλεμη κατάσταση.

Διάκριση Πολέμων

Οι πόλεμοι διακρίνονται: Σε πολέμους κατά ξηρά, θάλασσα και αέρα και σε πολέμους δικαίους και άδικους. Κάθε εμπόλεμος θεωρεί τον πόλεμο δίκαιο για τον εαυτό του και άδικο για τον αντίπαλο (bellumjustum και bellum iqjustum). Διακρίνονται επίσης σε πολέμους αμυντικούς και επιθετικούς. Οι πρώτοι είναι επιτρεπόμενοι, ενώ οι δεύτεροι είναι απαγορευμένοι και απαγορεύονται ρητά υπό του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2).

Δίκαιο του Πολέμου

Οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι διέπουν τον πόλεμο, αποτελούν το Δίκαιο του Πολέμου. Οι κανόνες αυτοί συνίστανται από ορισμένες υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα, καθορίζουν δε τα όρια νομίμου δράσεως των εμπολέμων, στις μεταξύ τους σχέσεις. Παραβίαση των κανόνων του πολέμου, σημαίνει παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου του Πολέμου γεγονός συνεπαγόμενο κυρώσεις σε βάρος των ενόχων τοιούτων παραβιάσεων.

Πηγή του Δικαίου του Πολέμου

1.Το Εθιμικό Δίκαιο: Εθιμικό Δίκαιο είναι το άγραφο δίκαιο και περιλαμβάνει τους εθιμικούς, δηλαδή τους άγραφους κανόνες του δικαίου, οι οποίοι διαμορφώθηκαν από τη κοινή συνείδηση των λαών, από τη πρακτική συμπεριφορά των εμπολέμων, αλλά και της θεωρίας των θεμελιωτών της επιστήμης του διεθνούς δικαίου.

2.Το Συμβατικό Δίκαιο: Το Συμβατικό Δίκαιο, είναι το γραπτό Δίκαιο, το δίκαιο δηλαδή το οποίον διατυπώθηκε εγγράφως τόσον σε εσωτερικές διατάξεις, όσον και σε διεθνείς συμβάσεις ή διεθνείς συνθήκες, οι οποίες δεσμεύουν διεθνώς τα συμβαλλόμενα Μέρη-Κράτη.

3.Άλλες Πηγές: Εκτός από το εθιμικό και συμβατικό δίκαιο θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως πηγές του δικαίου του πολέμου και οι γενικές αρχές του δικαίου μόνο στην περίπτωση που λόγω της φύσεως του θέματος δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής το εθιμικό ή συμβατικό δίκαιο.

Κυρώσεις για Παραβιάσεις των Κανόνων του Πολέμου

Με τις κυρώσεις το διεθνές δίκαιο προσπαθεί να εξασφαλίσει τη διεξαγωγή του πολέμου – στο μέτρο του δυνατού βέβαια – μέσα στα όρια που διαγράφονται από τους κανόνες του πολέμου τόσο τους εθιμικούς όσο και τους συμβατικούς.Η παραβίαση του δικαίου του πολέμου συνεπάγεται ορισμένες κυρώσεις, όπως είναι:

1. Η τιμωρία των ενόχων.

2. Η χρηματική αποζημίωση και

3. Τα αντίποινα.

Οι συμβάσεις της Χάγης τηρούν σιγή επί του ζητήματος, αν οι αιχμάλωτοι κατηγορούμενοι για παράβαση των νόμων του πολέμου, δύνανται να τιμωρηθούν. Πάρα ταύτα η τιμωρία δεν αποκλείεται δοθέντος ότι τούτο είναι δυνατόν, υπό τύπον αντιποίνων.

Πολεμικά Εγκλήματα (War crimes) και Τιμωρία των Ενόχων

Η κύρωση, ως προκύπτει εκ της προσφάτου πρακτικής, συνίσταται και στην δίωξη των αρχηγών κρατών ή επιτελών κλπ, ως ατόμων, δι’εγκλήματα κατά της ειρήνης και τα της ανθρωπότητας.Το άρθρο 6 του κανονισμού του Διεθνούς Στρατοδικείου ορίζει σχετικώς τα εξής:

1. Ως εγκλήματα κατά της ειρήνης νοούνται η σχεδίαση, προετοιμασία, έναρξη ή διεξαγωγή επιθετικού πολέμου, ή πολέμου κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών, συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων, η συμμετοχή στο κοινό σχέδιο ή συνωμοσία διά την πραγματοποίηση των προηγουμένων.

2. Ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας νοούνται, ο φόνος, η εξόντωση, ο εξανδραποδισμός, ο εκτοπισμός, άλλες απάνθρωπες πράξεις διαπραχθείσες εναντίον αστικού πληθυσμού, προ ή κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι διώξεις διά πολιτικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους σχεδιαζόμενες με την εκτέλεση οιουδήποτε εγκλήματος, υπαγομένου στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα δε αν παραβιάζουν ή μη το εσωτερικό δίκαιο της χώρας όπου διεπράχθησαν.

3. Τέλος, ως εγκλήματα πολέμου νοούνται οι παραβιάσεις των νόμων και των εθίμων του πολέμου. Τέτοιες παραβιάσεις περιλαμβάνονται, αλλά δεν δύναται να περιοριστούν σε αυτές, ο φόνος, η κακομεταχείριση, η μεταγωγή στο εξωτερικό του αστικού πληθυσμού κατεχόμενης χώρας ή η κακομεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ή προσώπων στην ανοικτή θάλασσα, ο φόνος ομήρων ή η διαρπαγή δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, η άσκοπος καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων, η ερήμωση μη δικαιολογημένη εκ στρατιωτικής ανάγκης κ.α.

Ομοίως το Διεθνές Στρατοδικείο, γνωστόν υπό την ονομασία Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, έκρινε ότι η λεγόμενη, διαταγή προϊσταμένων (ανωτέρων), συνέπεια της οποίας έγιναν ορισμένα εγκλήματα πολέμου, όπως π.χ. εκτέλεση αιχμαλώτων, δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής από την ευθύνη του κατηγορουμένου, αλλά ενδεχομένως, λόγο μετριασμού της ποινής.

Χρηματικές Αποζημιώσεις

Καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων για παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου από τον ένα προς τον άλλο εμπόλεμο αποκλείονται κατά την διάρκεια του πολέμου. Η πολεμική ανάγκη αποκλείει τη διενέργεια απαιτεί μάλιστα τη διακοπή κάθε χρηματικής καταβολής προς το εχθρικό κράτος ή τους υπηκόους του. Θεωρητικά, χρηματική αποζημίωση μετά τη λήξη του πολέμου πρέπει να δώσει κάθε εμπόλεμος που έχει παραβεί κανόνες του δικαίου του πολέμου. Πρακτικά όμως μόνο ο ηττημένος υποχρεώνεται να δώσει γιατί ο νικητής μπορεί με ειδική διάταξη της συνθήκης της ειρήνης να απαλλαγεί από την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.

Τα Αντίποινα

Δραστικότερη κύρωση κατά του παραβάτη θεωρούνται τα αντίποινα, γιατί εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια του πολέμου και επενεργούν άσχετα με την τελική έκβαση του πολέμου. Τα αντίποινα όμως εμπεριέχουν την αδικία της τιμωρίας αθώων αντί των υπαιτίων. Τα άδικα και ασυλλόγιστα αντίποινα απομακρύνουν βαθμιαία τους εμπόλεμους από τους κανόνες του πολέμου και υποβιβάζουν τους πολέμους εξομοιώνοντάς τους με εξοντωτικούς πολέμους των αγρίων. Γ ι αυτό τα αντίποινα πρέπει να υποβάλλονται μόνο όταν η ανάγκη το επιβάλει και μόνο όταν η παραβίαση είναι τέτοια, ώστε να χρειάζεται τουλάχιστον (ση παραβίαση για να προειδοποιηθεί ο παραβάτης ότι η εξακολούθηση ή η επανάληψη της παράβασης θα προκαλούσε διπλασιασμό αυστηρότητας. Είναι βέβαια αλήθεια, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ότι με τα αντίποινα τιμωρούνται οι αθώοι αντί των ενόχων, αλλά με το να αποκηρυχθούν τα αντίποινα ως γενικά παράνομα αυτό θα αποτελούσε ενθάρρυνση του ασυνείδητου αντιπάλου να επαναλάβει και πολλαπλασιάζει τις πράξεις που αντιβαίνουν στο δίκαιο του πολέμου. Τα αντίποινα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα με την παραβίαση του δικαίου του πολέμου πού έγινε, γιατί είναι δυνατό να προκαλέσουν νέα αντίποινα από την πλευρά του εμπόλεμου που πρώτος αδίκησε και έτσι με διαδοχική σειρά αντιποίνων να υπάρξει απομάκρυνση από το δίκαιο του πολέμου. Επίσης τα αντίποινα πρέπει να τερματίζονται, όταν ο αντίπαλος παύει πια να παραβιάζει το δίκαιο του πολέμου.

Η ΕΜΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Κήρυξη του Πολέμου

Η κήρυξη του πολέμου σημαίνει λήξη των ειρηνικών και έναρξη των εχθρικών σχέσεων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Κρατών. Σημαίνει μετάβαση από την ειρηνική στην εμπόλεμη κατάσταση και, κατά συνέπεια, μετάβαση από το διεθνές δίκαιο της ειρήνης σ?ο διεθνές δίκαιο του πολέμου.Η σαφής δήλωση από την πλευρά των εμπολέμων για την έναρξη του πολέμου επιβάλλεται για λόγους νομικής και ηθικοπολιτικής φύσεως. Για λόγους νομικούς κηρύσσεται:

1.Στο εσωτερικό της χώρας, γιατί έτσι αίρεται η εφαρμογή ορισμένων νόμων ενώ τίθενται σε ισχύ νόμοι σχετικοί με την εμπόλεμη κατάσταση.

2.Στο εξωτερικό, γιατί παύει πια να ισχύει το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις των Κρατών στην ειρήνη αλλά εφαρμόζεται το δίκαιο του πολέμου που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των εμπολέμων ή μεταξύ των εμπολέμων και ουδετέρων και

3.Γιατί έτσι προσδιορίζεται χρονικά με ακρίβεια η έναρξη της εμπόλεμηςκατάστασης.

Για λόγους ηθικοπολιτικούς πρέπει να ανακοινώνεται, γιατί διαφορετικά θα υπάρχει διαρκής δυσπιστία μεταξύ των κρατών ως προς την συνέχιση των ειρηνικών σχέσεων. Χωρίς αυτή την υποχρέωση τα κράτη θα ευρίσκονται διαρκώς σε αμοιβαία υπόνοια.

Μορφές Κηρύξεως του Πολέμου

Διακρίνουμε τρεις μορφές κηρύξεως πολέμου:

1.Εναρξη πολέμου διά πραγματικής ενάρξεως εθνοπραξιών. Η έναρξη του πολέμου ακολουθεί την διακοπή άκαρπων διαπραγματεύσεων οι οποίες πρέπει να προηγούνται κάθε πολέμου. Η μορφή αυτή αποτελεί τον κανόνα στην σημερινή εποχή.

2.Τελεσίγραφο ή κήρυξη πολέμου υπό αίρεση, δηλαδή υπό όρους των οποίων η απόρριψη θα σήμαινε έναρξη εχθροπραξιών.

3.Ρητή ή απλή κήρυξη πολέμου: διά της οποίας γνωστοποιείται στον αντίπαλο η κατάλυση των προύφισταμένων μετ’ αυτού ειρηνικών σχέσεων αμέσως ή μετά κάποιας προθεσμίας.

Φύση Κηρύξεως του Πολέμου:

Η κήρυξη του πολέμου αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία. Η βούληση προσφυγής στον πόλεμο δεν έχει ανάγκη αιτιολογίας.

Κοινοποίηση προς τους Ουδέτερους:

Η έναρξη του πολέμου πρέπει να κοινοποιείται και στους ουδέτερους άνευ καθυστερήσεως διά τις διπλωματικής οδού, οπότε αυτοί εφαρμόζουν το δίκαιο της ουδετερότητας.

Τύπος Κήρυξης Πολέμου:

Αν και δεν καθορίζεται ακριβώς υπό του Διεθνούς Δικαίου ο τύπος κήρυξης του πολέμου, αυτός πρέπει να είναι γραπτός και σαφής ώστε να εκφράζεται σαφώς η βούληση ενός τουλάχιστον των εμπολέμων. Διαβιβάζεται στον αντίπαλο με την διπλωματική οδό.

Αρμόδια Αρχή προς Κήρυξη του Πολέμου:

Αρμόδια είναι προς τούτο η Εκτελεστική Εξουσία δυνατόν να απαιτείται και η συγκατάθεση του Νομοθετικού Σώματος. Γ ια την Ελλάδα σύμφωνα προς το Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 36 παρ. 1 αρμόδιος για την κήρυξη του πολέμου είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Συνέπειες Εμπολέμου Καταστάσεως

Η έναρξη της εμπόλεμης κατάστασης έχει σαν συνέπεια την έναρξη της ισχύος των ειδικών κανόνων του Δικαίου του Πολέμου στις μεταξύ των εμπολέμων κρατών σχέσεις και του δικαίου της ουδετερότητας στις μεταξύ των εμπολέμων και των ουδετέρων κρατών σχέσεις.Οι βασικότερες συνέπειες της εμπολέμου καταστάσεως είναι οι εξής:

1. Τα διαφιλονικούντα κράτη καθίστανται, σε νομική έννοια εμπόλεμα.

2. Διακόπτονται οι μεταξύ των εμπολέμων διπλωματικές και προξενικές σχέσεις, η δε προστασία των συμφερόντων των κρατών αυτών ανατίθεται σε τρίτα ουδέτερα κράτη.

3. Απαγορεύεται το εμπόριο με τον εχθρό.

4. Τίθενται υπό μεσεγγύηση οι περιουσίες των εχθρικών υπηκόων, η οποία στερεί σ1 αυτούς την διαχείριση των όχι όμως και της ιδιοκτησίας, χωρίς αυτό να αποκλείει την δήμευση.

5. Οι εχθρικοί υπήκοοι απελαύνονται ή περιορίζονται σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

6. Απαγορεύεται στους υπηκόους του εχθρού να παραστούν ως ενάγοντες, όχι όμως και ως εναγόμενοι ενώπιον των δικαστηρίων.

Οι Διαπραγματεύσεις και Συμβάσεις Μεταξύ Εμπολέμων

Η διακοπή των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των εμπολέμων δεν συνεπάγεται και διακοπή πάσης νομικής σχέσεως. Αν διεκόπτετο απολύτως πάσα σχέση μετά του εχθρού, τότε ο πόλεμος, κατά τον Vattel, θα καθίστατο «υπερβαλλόντως σκληρός και καταστρεπτικός». Έτσι εξηγείται η σύναψη συμφωνιών μεταξύ των εμπολέμων είτε δΓ αμέσων διαπραγματεύσεων, μεταξύ των εμπολέμων στρατών είτε δΓ εμμέσων διαπραγματεύσεων, μέσω των διπλωματικών αντιπροσώπων ουδετέρων Κρατών.Σημασία εδώ έχει το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί διοικητές ή αρχηγοί, κατά το διεθνές δίκαιο, έχουν αναγνωριστεί ως ικανοί να συνάπτουν στρατιωτικές ή πολεμικές συμφωνίες έγκυρες, άνευ ειδικής εξουσιοδοτήσεως των κυβερνήσεών τους.Οι συμφωνίες ή συμβάσεις είναι ισχυρές, δεν χρήζουν επικυρώσεως από τα αρμόδια όργανα, δεσμεύουν δε τόσον τους στρατούς, εν ονόματι των οποίων συνήφθησαν υπό των αρχηγών των, όσον και τις κυβερνήσεις τους. Οι εν λόγω στρατιωτικές συμβάσεις συνάπτονται κατόπιν διαπραγματεύσεων με την παρεμβολή των κηρύκων και δύνανται να συνίστανται σε Δελτία, Συνθηκολογήσεις, εκεχειρίες και ανακωχές.

1. Δελτία: Τα Δελτία είναι ειδικές γραπτές συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται μεταξύ στρατηγών και αφορούν σε ορισμένες μη εχθρικές σχέσεις των εμπολέμων, έχουν σχέση προς την ανταλλαγή των αιχμαλώτων, την ταχυδρομική και τηλεφωνική επικοινωνία, την μεταχείριση των τραυματιών, την ουδετεροποίηση ορισμένων περιοχών, την τιμωρία των κλοπών, τον ενταφιασμών των φονευθέντων κ.α.

2. Συνθηκολογήσεις: Οι συνθηκολογήσεις, είναι συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται διά διαπραγματεύσεων, σύμφωνα δε με αυτές τερματίζονται με όρους ή άνευ όρων, η αντίσταση και η επίθεση των αντιπάλων.Οι συνθηκολογήσεις, ως στρατιωτικές συμφωνίες, περιλαμβάνουν όρους τοπικού και στρατιωτικού μόνον χαρακτήρα, οι οποίοι αναφέρονται στην στρατιωτική δύναμη που συνθηκολογεί. Οι όροι αυτοί αναφέρονται συνήθως στην τύχη των αξιωματικών και στρατιωτών του τμήματος, το οποίον παραδίδεται, στην παράδοση των όπλων και πολεμοφόδιων, στην παράδοση της θέσεως, στον σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και ιδιοκτησίας των κατοίκων της περιοχής κ.α.Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων και μέχρι της υπογραφής της συνθηκολογήσεως, αναγνωρίζεται, εθιμικώς, το δικαίωμα της καταστροφής παντός πολεμικού αντικειμένου, υλικού ή κτιρίου, το οποίον θα ηδύνατο να χρησιμεύσει στον αντίπαλο. Συνεπώς παράλειψη μιας τέτοιας ενέργειας, νομικώς επιτρεπτής, θα ήταν από στρατιωτική θέση όχι μόνον ακατανόητος, αλλά ασυγχώρητος.

3. Εκεχειρία:Η εκεχειρία είναι συμφωνία γραπτή ή προφορική, η οποία συνάπτεται μεταξύ των ηγετών ή διοικητών των στρατιωτικών μονάδων, ήτοι Στρατιών, Σωμάτων Στρατού, Μεραρχιών, Ταξιαρχιών κ.λ.π. Η εκεχειρία συνεπάγεται διακοπή των εχθροπραξιών. Η διακοπή αυτή είναι χρονικώς και τοπικά περιορισμένη, αποβλέπει δε σε ορισμένους σκοπούς των εμπολέμων στρατιωτικών δυνάμεων, όπως είναι η περισυλλογή των τραυματιών, η ταφή ή καύση των νεκρών, η αίτηση και η λήψη διαταγών εκ μέρους των ανωτέρων, η διαπραγμάτευση προς παράδοση ή εκκένωση ορισμένων θέσεων κ.λ.π.

4. Ανακωχή: Η ανακωχή όπως και η εκεχειρία συνεπάγεται την διακοπή των εχθροπραξιών. Παρά το κοινό σημείο αμφοτέρων, δηλαδή την ανάπαυλα, υφίσταται ουσιώδης διαφορά μεταξύ εκεχειρίας και ανακωχής, ως προς την διάρκεια του χρόνου, την έκταση, το περιεχόμενο και την σύναψη αυτών. Πράγματι η εκεχειρία συνάπτεται διά περιορισμένο χρόνου (συλλογή τραυματιών, ταφή νεκρών κ.α.) για περιορισμένο τόπο η έκταση, αφού αφορά μια συγκεκριμένη στρατιωτική μονάδα, ο διοικητής της οποίας συνομολογεί αυτή και πέραν των συγκεκριμένων σκοπών δεν περιλαμβάνει άλλους σκοπούς (π. χ. πολιτικούς). Αντιθέτως η ανακωχή είναι συμφωνία μακρότερης χρονικής διάρκειας, ευρύτερης εκτάσεως και ευρύτερου περιεχομένου, δεδομένου ότι αφορά στην γενική κατάσταση των εμπολέμων, στη διαρκέστερη διακοπή των εχθροπραξιών και στην προαγγελία συνάψεως συνθήκης ειρήνης. Η ανακωχή μπορεί να είναι γενική, οπότε επέρχεται γενική και πλήρης διακοπή των εχθροπραξιών στο θέατρο των κατά ξηρά, θάλασσα και αέρα πολεμικών επιχειρήσεων των εμπολέμων Κρατών. Μπορεί να είναι τοπική, οπότε περιορίζεται εντός ορισμένης ακτίνας και ορισμένων τμημάτων των εμπολέμων στρατών.Η σύναψη της εκεχειρίας επιτυγχάνεται από τους επικεφαλής των στρατιωτικών μονάδων, ενώ της τοπικής ανακωχής από του ανωτάτους αρχηγούς των στρατιωτικών δυνάμεων, χωρίς να απαιτείται οιαδήποτε έγκριση. Η γενική όμως ανακωχή, ως σύμβαση στρατιωτική, αλλά και πολιτικής υφής, συνομολογείται μεν από τους αρχηγούς των στρατών ή από τους διπλωματικούς αντιπροσώπους, αλλά χρήζει, εν συνέχεια, επικυρώσεως.Η ανακωχή συνεπάγεται διακοπή των εχθροπραξιών, όχι όμως της εμπολέμου καταστάσεως, η λήξη της οποίας συνήθως επανέρχεται διά της υπογραφής συνθήκης ειρήνης.Δεδομένου ότι διά της ανακωχής οι αντίπαλοι στρατοί καλούνται να μη χρησιμοποιούν τα όπλα, αλλά κατέχουν αυτά με άμεσο κίνδυνο την επανάληψη των εχθροπραξιών, προβλέπεται η καθιέρωση ουδέτερης ζώνης ώστε να επιτυγχάνεται ο τελικός σκοπός της ανακωχής, ο οποίος είναι η τελική ειρήνη.Η ανακωχή περιλαμβάνει, όπως μία διεθνής σύμβαση, όλους τους όρους και τις διατάξεις που θα διέπουν τις σχέσεις των εμπολέμων μεταξύ τους και προς τους κατοίκους.

Τέλος Εμπολέμου Καταστάσεως

Η λήξη της εμπολέμου καταστάσεως απαιτεί την σύμπτωση της βουλήσεως αμφοτέρων των αντιπάλων σε αντίθεση προς την έναρξη η οποία απαιτεί την βούληση ενός τουλάχιστον. Εξαίρεση του κανόνα αποτελεί η περίπτωση της πλήρους κατατροπώσεως του ηπημένου κράτους συνοδευομένης υπό της προσαρτήσεως τούτου.Ο πόλεμος λήγει με έναν από τους παρακάτω τρόπους:

1. Απλή παύση των εχθροπραξιών: όταν οι εμπόλεμοι παύσουν τις εχθροπραξίες χωρίς να προτίθενται να τις επαναλάβουν. Οι ειρηνικές σχέσεις αποκαθίστανται μετά πάροδο ικανού χρόνου.

2. Πλήρης και ολοσχερής υποταγή: Η λήξη του πολέμου με πλήρη υποταγή συνεπάγεται είτε ολοσχερή προσάρτηση του ηπημένου οπότε μεταβάλλει την ιθαγένεια των κατοίκων είτε ο νικητής δύναται να ασκήσει κατοχή επί του ηττηθέντος κράτους.

3. Συλλογική παγκόσμια συνθήκη: Είναι μια μορφή λήξεως του πολέμου με την συμμετοχή όλων των μελών της διεθνούς κοινωνίας διά μέσου της σύναψης συλλογικής παγκόσμιας συνθήκης ειρήνης.

4. Μονομερής δήλωση: Είναι μία περίπτωση, σπάνια κατά την οποία ένας από τους συμπολέμους δηλώνει ρητά το τέλος των εχθροπραξιών.

5. Συνθήκες Ειρήνης: Ο πιο συχνός και ομαλός τρόπος με τον οποίο τελειώνει ο πόλεμος είναι η σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Όταν οι προτάσεις για ειρήνη, που γίνονται είτε απευθείας από τους εμπόλεμους είτε με τη μεσολάβηση ουδετέρων, γίνουν αποδεκτές, αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Αυτές είναι οι άμεσες, δηλαδή απευθείας μεταξύ των εμπολέμων ή έμμεσες δηλαδή με την παρέμβαση ουδετέρων κρατών. Συνήθως τις έμμεσες διαπραγματεύσεις τις επιζητ- jv οι ηττημένοι, γιατί οι νικητές ελπίζουν να επιβάλουν ευκολότερα τις θελήσεις τους με άμεσες διαπραγματεύσεις.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΤΑ ΞΗΡΑ

Θέατρο Πολέμου

Θέατρο πολέμου κατά ξηρά θεωρείται το τμήμα του εδάφους όπου οι εμπόλεμοι έχουν το δικαίωμα να προπαρασκευάζουν και να διεξάγουν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους. Απαγορεύονται οι. εχθροπραξίες σε έδαφος ουδετέρου κράτους. Εάν όμως η ουδετερότητα παραβιαστεί από έναν εμπόλεμο τότε ο άλλος εμπόλεμοςουδεμία υποχρέωση έχει να σεβαστεί την ουδετερότητα.

Στρατιωτικές Δυνάμεις Εμπολέμων

Διάκριση Μεταξύ Πολεμιστών και Άμαχου Πληθυσμού

Οι εχθροπραξίες μπορούν να διεξάγονται μόνο μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των αντιπάλων και χωρίς να λαμβάνουν μέρος οι ειρηνικοί πληθυσμοί των εμπολέμων. Έχοντας υπόψη αυτή τη διάκριση, αυτοί που συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις ανήκουν στις στρατιωτικές δυνάμεις των εμπολέμων, και δρώντας μέσα στα όρια του δικαίου του πολέμου έχουν δικαίωμα να επικαλεστούν την εφαρμογή του όταν συλλαμβάνονται από τον αντίπαλο να θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου και να τους μεταχειρίζονται όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Αντίθετα, οι ειρηνικοί πληθυσμοί ή αλλιώς λεγόμενοι άμαχοι, αν τυχόν συλληφθούν να είναι οπλισμένοι και να μάχονται με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς την έγκριση του κράτους των, υπόκεινται στη διακριτική εξουσία αυτού που τους συνέλαβε, ο οποίος είναι ελεύθερος να φερθεί απέναντι τους ανάλογα με τις περιστάσεις.Αυτή η διάκριση περιόρισε τα δεινά των πολεμικών επιχειρήσεων κυρίως σε βάρος αυτών που ενεργά συμμετέχουν στις εχθροπραξίες. Από εδώ προήλθε και η έννοια της αρχής ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται εναντίον ατόμων. Η βία νόμιμα ασκείται άμεσα μόνη εναντίον των οργανωμένων στρατιωτικών δυνάμεων των εμπολέμων κρατών.

Οι πολεμιστές: Διακρίνονται σε μαχητές και μη μαχητές: Τους μαχητές τους αποτελούν:

  1. Ο τακτικός στρατός
  2. Οι ανήκοντες στα σώματα Εθνοφυλακής
  3. Οι εθελοντές αρκεί να διατελούν υπό αρχηγούς, να φέρουν διακριτικό σήμα, να φέρουν φανερά οπλισμό και να τηρούν τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου
  4. Οι ανήκοντες στα σώματα ατάκτων, εφ’ όσον τηρούν τους όρους που αφορούν και τους εθελοντές,
  5. Οι αποτελούντες τα σώματα ασφαλείας και
  6. Ο πάνδημος συναγερμός που είναι η περίπτωση κατά την οποία οι κάτοικοι παίρνουν τα όπλα για να υπερασπίσουν το έδαφος της πατρίδος τους είτε προκαλούμενοι ρητά από την κυβέρνηση είτε δρώντας αυθόρμητα με δική τους πρωτοβουλία.

Τους μη μαχητές αποτελούν:

1. Αυτοί που μετέχουν στις μαχόμενες στρατιωτικές δυνάμεις και ανήκουν σε διάφορους κλάδους της στρατιωτικής διοίκησης (όπως διερμηνείς, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, ιερείς, νομικοί σύμβουλοι, κ.λ.ττ.) οι οποίοι, αν και ενδεχόμενα είναι οπλισμένοι, κάνουν χρήση των όπλων τους μόνο όταν βρίσκονται σε άμυνα. Αμεση επίθεση εναντίον τους απαγορεύεται, μολονότι είναι εκτεθειμένοι και αυτοί στους γενικούς κινδύνους του πολέμου

2. Αυτοί που, απλά συνοδεύουν το στρατό, όπως είναι οι προμηθευτές διαφόρων ειδών, οι απεσταλμένοι και ανταποκριτές των μέσων μαζικής επικοινωνίας καθώς επίσης και οι στρατιωτικοί ακόλουθοι των ουδετέρων κρατών.

Οι δύο τελευταίες κατηγορίες ανθρώπων ξεχωρίζουν από τις άλλες γιατί δεν προσφέρουν υπηρεσία στο στρατό που συνοδεύουν. Η παρουσία των απεσταλμένων του τύπου στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων περικλείει γι’αυτούς εύλογους κινδύνους, οποιασδήποτε χώρας και αν είναι υπήκοοι και άσχετα με το δημοσιογραφικό, όργανο για το οποίο εργάζονται. Οι στρατιωτικοί ακόλουθοι των ουδετέρων χωρών παρακολουθούν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εφόσον βέβαια αυτό τους έχει επιτραπεί. Εναντίον τους δεν μπορεί ο εχθρός να επιτεθεί απευθείας, αλλά οι κίνδυνοι του πολέμου υπάρχουν γΓ αυτούς μια και βρίσκονται στα πεδία των μαχών.

Ο Άμαχος Πληθυσμός

Εφόσον δεν μετέχουν στις εχθροπραξίες, σε αυτούς που ανήκουν στον άμαχο πληθυσμό, δεν πρέπει οι εχθροπραξίες να στρέφονται άμεσα εναντίον τους. Βέβαια είναι και αυτοί εκτεθειμένοι σε έμμεσους πολεμικούς κινδύνους, όπως π.χ. ο βομβαρδισμός. Ως αντιστάθμισμα του σεβασμού που οφείλεται στον άμαχο πληθυσμό, το δίκαιο του πολέμου επιβάλει την αποχή των αμάχων από κάθε ανάμιξη στις εχθροπραξίες.

Πολεμικά Μέσα

Σε μία πολεμική αναμέτρηση επιτρέπονται πάντα τα μέσα επιθέσεως και αμύνης. Πλην εκείνων τα οποία έχουν ρητώς εξαιρεθεί διά διεθνών συνθηκών και συμβάσεων.Έτσι τα πολεμικά μέσα τόσον της επιθέσεως, όσον και της αμύνης, διαιρούνται σε επιτρεπόμενα και απαγορευμένα. Σαφής διαχωρισμός μεταξύ τούτων δεν υπάρχει.Οι ηγέτες των κρατών πρέπει, να μην ξεχνούν την περίφημη φράση του Abba GREGOIRE «Οι λαοί οφείλουν να κάνουν κατά την ειρήνη το περισσότερο δυνατό καλό και κατά τον πόλεμο το λιγότερο δυνατό κακό».

Απαγορευμένα Πολεμικά Μέσα

Η Σύμβαση της Χάγης του 1907 απαγορεύει μεταξύ άλλων:

1. Τη χρήση δηλητηρίων ή δηλητηριασμένων όπλων.

2. Το διά προδοσίας φόνο ή τραυματισμό εχθρού.

3. Το φόνο ή τραυματισμό εχθρού που έχει καταθέσει τα όπλα ή αυτών που δεν έχουν πλέον τα μέσα αμύνης και παραδοθέντων άνευ όρων

4. Τη διακήρυξη ότι δεν δίδεται χάρη στον εχθρό

5. Χρήση όπλων, βλημάτων ή υλών που προκαλούν δυσίατες πληγές.

6. Την παράνομη χρήση λευκής σημαίας ή στρατιωτικών σημάτων καιστολής του εχθρού.

(ζ) Τον εξαναγκασμό των υπηκόων του αντιπάλου να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις οι οποίες στρέφονται κατά της πατρίδος του. Επίσης σε άλλες διεθνείς συμβάσεις απαγορεύονται η χρήση βλημάτων κάτω των 400 γρ που φέρουν εκρηκτική γέμιση, η χρήση ασφυκτικών ή δηλητηριωδών αερίων και η λεηλασία.

Η Σύμβαση της Χάγης του 1954 προστατεύει τα πολιτιστικά αγαθά κατά την περίοδο των ενόπλων συρράξεως με το Νόμο 114/1981.

Τέλος τα δύο πρόσθετα Πρωτόκολλα της Γενεύης το 1977 για τις διεθνείς και εσωτερικές συρράξεις αντίστοιχα αποδίδουν τις σύγχρονες τάσεις στο σοβαρό αυτό γνωστικό αντικείμενο και τα οποία η χώρα μας έχει κυρώσει με τους Νόμους 1786/88 και 2105/92.

Επιτρεπόμενα Πολεμικά Μέσα

Τα κράτη δεν προσδιόρισαν ειδικά ποια είναι αυτά τα μέσα. Αν εξαιρέσουμε αυτά που απαγορεύθηκαν τα υπόλοιπα τα άφησαν στην πρόοδο του τεχνικού πολιτισμού. Ορισμένες επιτρεπόμενες πολεμικές μέθοδοι μπορούν να αναφερθούν, γιατί ξεχωρίζουν με την ιδιοτυπία τους. Αυτά είναι:

1. Τα πολεμικά τεχνάσματα ή στρατηγήματα, εφόσον δεν περιέχουν δολιότητα, θεωρούνται τόσο από τη θεωρία όσο και από τις εσωτερικές νομοθεσίες καθώς ακόμη και από το διεθνές συμβατικό δίκαιο ως επιτρεπόμενα.

2. Ο αποκλεισμός πόλης, χωριού, ή οχυρωμένης τοποθεσίας. Ενώ τα τεχνάσματα αποβλέπουν στην εξαπάτηση του αντιπάλου, ο αποκλεισμός επιδιώκει με την εξάντληση των πυρομαχικών και των τροφών στην εξασθένιση του αντιπάλου που θα είναι λογική συνέπεια της αποκοπής του από κάθε επικοινωνία.

3. Ο βομβαρδισμός. Τη νομιμότητα αυτής της δραστικής πολεμικής μεθόδου δεν αμφισβητεί η θεωρία, ενώ και το συμβατικό δίκαιο ρητά την προβλέπει. Η ανθρωπιστική βέβαια πλευρά υπαγορεύει ότι πρέπει να αποφεύγεται ο βομβαρδισμός εκείνων των τμημάτων της πολιορκούμενης θέσης που κατοικείται από τον ειρηνικό πληθυσμό. Η πρακτική όμως έχει δείξει όπ ουσιαστικά οι άμαχοι κάτοικοι, είναι και αυτοί εκτεθειμένοι στον κίνδυνο.

Κατάληψη Εχθρικού Εδάφους

Occupatia bellica είναι η στρατιωτική κατάληψη εχθρικού εδάφους σε περίπτωση πολέμου. Ο κατέχων στρατιωτικώς εχθρική χώρα οφείλει να τηρεί ορισμένους κανόνες καθιερωθέντες υπό των διεθνών συμβάσεων της Χάγης του 1907 και της Γενεύης του 1949. Οι παρακάτω κανόνες διέπουν την κατάληψη:

1. Διοίκηση Εδάφους: Ο κατακτητής έχει υποχρέωση να διοικεί την χώρα σύμφωνα προς την ισχύουσα νομοθεσία, εξαιρουμένων περιπτώσεων εκτάκτων αναγκών που αφορούν την τήρηση της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας, οπότε λαμβάνονται ειδικά μέτρα, όπως είναι η συγκρότηση στρατιωτικών δικαστηρίων, η αναστολή της ελευθεροτυπίας, τροποποίηση νόμων ιδίως ποινικών κ.α. Ομοίως τον σεβασμό της θέσεως των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών.

2. Οικονομικά Ζητήματα

Ο Κατακτητής έχει το δικαίωμα να εισπράττει τους φόρους πού έχουν καθορισθεί και να επιβάλλει και άλλες εισφορές σε χρήμα υπό τον όρο ότι τα εισπραττόμενα θα χρησιμοποιηθούν διά την κάλυψη αναγκών των στρατευμάτων. Η δε είσπραξη αυτών να γίνεται μόνο κατόπιν εγγράφου διαταγής του διοικητού της Στρατιάς και χορήγησης σχετικής αποδείξεως. Επίσης μπορεί να ενεργεί επιτάξεις υπέρ του στρατού κατοχής που να είναι ανάλογοι προς τους πόρους της χώρας, να διατάσσονται εγγράφως υπό του διοικητού της κατειλημμένης περιοχής, πληρώνονται σε μετρητά ή διά χορηγήσεως αποδείξεων, και δεν υποχρεώνουν τους πληθυσμούς να συμμετάσχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της πατρίδος.

Η ακίνητη περιουσία του κράτους χρησιμοποιείται για επικαρπία ή δε κινητή εκποιείται και χρησιμοποιείται χωρίς καμία αποζημίωση. Εξαίρεση αποτελούν οι περιουσίες που ανήκουν σε κοινότητες θρησκευτικές και επιστημονικά ιδρύματα, οι οποίες θεωρούνται ως ιδιωτικές και δεν πρέπει να θίγονται.

Η ιδιωτική περιουσία είναι απαραβίαστη ως επίσης η τιμή, τα οικογενειακά δίκαια, η ζωή των ατόμων και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Όλα τα μέσα επικοινωνιών και μεταφορών κατάσχονται έστω και αν ανήκουν σε ιδιώτες.

3. Ανθρωπιστικά Ζητήματα:

Απαγορεύεται:

1.Ο σωματικός ή ψυχικός εξαναγκασμός για απόσπαση πληροφοριών.

2.Οι συλλογικές ποινές.

3.Τρομοκρατικά μέτρα.

Όσον αφορά το ζήτημα της συλλήψεως ή και θανατώσεως ομήρων επικρατεί σύγχυση στην επιστήμη.

Αιχμάλωτοι Πολέμου

Η τιμή της διακήρυξης υψηλών αρχών για τους αιχμαλώτους ανήκει στον J.J. ROUSSEAU (Ζαν Ζακ Ρουσσώ). Όταν αυτοί που αποτελούν τις στρατιωτικές δυνάμεις του εχθρού σταματήσουν να μάχονται ή δεν είναι πια σε θέση να εξακολουθήσουν τον αγώνα, ο αντικειμενικός σκοπός του πολέμου επιτεύχθηκε όσον αφορά αυτούς. Αρκεί να τεθούν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην μπορούν να επαναλάβουν τον αγώνα.Παλαιότερα οι αιχμάλωτοι εξανδραποδίζονταν ή ανταλλάσσονταν μεταξύ τους ή απελευθερώνονταν κατόπιν πληρωμής λύτρων.

Οι αρχές προστασίας των αιχμαλώτων πολέμου περιλαμβάνονται στο Μέρος II της Συμβάσεως της Γενεύης: του 1949, αφορούν δε στα εξής:

1. Μεταχείριση των αιχμαλώτων σύμφωνα προς τις αρχές του ανθρωπισμού.

2. Απαγόρευση άσκησης κατ’αυτών αντιποίνων.

3. Απαγόρευση άσκησης βίας, ;προς απόσπαση πληροφοριών.

4. Απαγόρευση αφαίρεσης των εις χείρας των αιχμαλώτων ευρισκόμενων προσωπικών πραγμάτων και των χρηματικών ποσών, άνευ διαταγής αξιωματικού και άνευ χορηγήσεως σχετικής αποδείξεως του αφαιρουμένου ποσού.

5.     Κοινοποίηση πάσης συλλήψεως στον εμπόλεμο στον οποίο ανήκουν οι αιχμάλωτοι.

6.     Διακομιδή των αιχμαλώτων σε στρατόπεδα ευρισκόμενα μακράν της πολεμικήςζώνης:

7.     Παροχή στεγάσεως, διατροφής, ως και ιατρικής και φαρμακευτικής περιθάλψεως.

8. Ελευθέρα άσκηση της λατρείας και δικαίωμα αλληλογραφίας μετά των οικείων τους, αλλά υπό όρους ασφαλείας.

9. Δικαίωμα των αιχμαλώτων για υπόδειξη ανθρώπων της εμπιστοσύνης τους για τηναντιπροσώπευση τους ενώπιον των στρατιωτικών αρχών και των προστατριών δυνάμεων.

10. Αποστολή των βαρέως νοσούντων και τραυματισμένων αιχμαλώτων στην πατρίδατους.

11. Επιβολή πειθαρχικής ποινής μόνον στους αποπειρώμενους να δραπετεύσουν, εάν συλληφθούν πριν εγκαταλείψουν το εχθρικό έδαφος ή πριν φθάσουν στον στρατό τους.

12. Χρησιμοποίηση των αιχμαλώτων, ως εργατών, αντί ημερομισθίου, εξαιρούμενων των αξιωματικών, υπό τον όρο, ότι τα εκτελούμενα έργα δεν έχουν σχέση προς τις πολεμικές επιχειρήσεις.

13. Ίδρυση Γραφείων Πληροφοριών υπό των εμπόλεμων κρατών για τους ευρισκόμενους σ’ αυτούς αιχμαλώτους.

14. Δικαίωμα επισκέψεως των αιχμαλώτων υπό αντιπροσώπων διά του ΕρυθρούΣταυρού.

Ο αιχμάλωτος απελευθερώνεται είτε με τη λήξη του πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης είτε και κατά τη διάρκεια του πολέμου ακόμα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η αιχμαλωσία τερματίζεται λόγω βαρέως τραύματος ή ασθένειας του αιχμαλώτου, με την ατομική ή ομαδική ανταλλαγή, των αιχμαλώτων δύο αντιπάλων, με την απόδραση του αιχμαλώτου και με το λόγο τιμής του αιχμάλωτου που είναι όμως σπάνια περίπτωση απελευθέρωσης. Σύμφωνα μ’ αυτή ο αιχμάλωτος μπορεί να απελευθερωθεί και να επιστρέψει στην πατρίδα του αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να απέχει κατά τη διάρκεια του πολέμου από κάθε συμμετοχή του στις εχθροπραξίες εναντίον της χώρας που τον απελευθέρωσε. Τέλος η σύμβαση, της Γενεύης του 1949 προβλέπει και μία περίπτωση προαιρετικής απελευθέρωσης των αιχμαλώτων που έχουν υποστεί «μακροχρόνιο αιχμαλωσία» δηλαδή από συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων μπορούν να αποσταλούν στην πατρίδα τους ή σε μία ουδέτερη χώρα.

Τραυματίες και Ασθενείς

Ο κόσμος οφείλει ευγνωμοσύνη και χάρη στον θεμελιωτή του Ερυθρού Σταυρού, Ελβετό επιχειρηματία και ανθρωπιστή Ερρίκο Ντυνάν, ο οποίος βρέθηκε κατά τύχη στο Σολφερίνο όπου οι στρατοί της Γαλλίας, του Ποδεμοντίου και της Αυστρίας μόλις είχαν αποχωρήσει από το πεδίο μιας φονικής μάχης (24-6-1859), καταλήφθηκε από φρίκη και βαθιά συμπάθεια όταν είδε τους τραυματίες εγκαταλειμμένους στο πεδίο της μάχης, βογκώντας και να πεθαίνουν αβοήθητοι, τη στιγμή κατά την οποίαν, πολλοί απ* αυτούς θα ήταν δυνατόν να σωθούν. Η σύμβαση της Γενεύης του 1864 περί τραυματιών και ασθενών που αναθεωρήθηκε το 1906, το 1929 και το 1949 αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη νίκη του Ερυθρού Σταυρού κατά του πολέμου. Ολες οι συμβάσεις περί των τραυματιών και ασθενών καθιερώνουν ως θεμελιώδη αρχή τον σεβασμό και την προστασία των τραυματιών και ασθενών και κατ’ επέκταση των ναυαγών εκ μέρους των εμπλεκομένων σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητος αυτών, προβλέπουν επίσης όπως το προσωπικό, ιδίως το υγειονομικό, το οποίο φροντίζει γι’ αυτούς, οι κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες τους στεγάζουν, τα υλικά που χρειάζονται για την θεραπεία τους να απολαύουν προστασίας.

Τα πρόσωπα τα οποία χαίρουν την προστασία της συμβάσεως είναι όλοι νόμιμοι μαχητές και μη μαχητές, οι οποίοι περιήλθαν στα χέρια του εχθρού.Οι βασικές αρχές, οι οποίες ισχύουν για τους ασθενείς, τους τραυματίες, αλλά και τους ναυαγούς των κατά θάλασσα ενόπλων δυνάμεων, περιέχονται στα άρθρα 12 και 14-18 της συμβάσεως της Γενεύης του 1949 και είναι:

1. Περίθαλψη άνευ διακρίσεως.

2. Εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαίου, οι οποίοι ισχύουν διά τους αιχμαλώτους, προς τους οποίους εξομοιώνονται οι τραυματίες κλπ.

3. Διακοπή του πυρός, προς περισυλλογή των τραυματιών, νεκρών κλπ.

4. Αναγνώριση, καταχώριση και διαβίβαση των πληροφοριών, το ταχύτερο δυνατό, περί των τραυματιών και ασθενών, των ναυαγών και νεκρών στο Γραφείο Πληροφοριών.

5. Ενταφιασμός ή αποτέφρωση των νεκρών ατομικώς και κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, προς πιστοποίηση του θανάτου.

6. Εθελούσια σύνδρομή του πληθυσμού και των οργανισμών περιθάλψεως, προς τα ευσπλαχνικά αισθήματα των οποίων δύνανται να απευθύνονται οι στρατιωτικές αρχές.

7. Το απαραβίαστο των μονίμων και κινητών υγειονομικών εγκαταστάσεων και σχηματισμών υγειονομικών υπηρεσιών.

8. Η προστασία των υγειονομικών σκαφών.

9. Το δικαίωμα των εμπολέμων να καθορίζουν, είτε επί του εδάφους τους είτε επί εδάφους κατειλημμένου από αυτούς, υγειονομικές ζώνες.

10. Το δικαίωμα προσγειώσεως επί ουδετέρου εδάφους, υγειονομικών αεροπλάνων των εμπολέμων.

11. Η απαγόρευση των αντιποίνων.

12. Κυρώσεις κατά των παραβατών.

Νεκροί

Η ταφή των νεκρών από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί ιερό χρέος τόσο εκ της πίστεως του ανθρώπου προς την αθανασία της ψυχής, όσο και της αγάπης του προς τον αποθνήσκοντα συγγενή και φίλο. Η άρνηση ως εκ τούτου, της ταφής του νεκρού θεωρείται ανοσιούργημα.

Ο Αχιλλέας κατά τον Τρωικό πόλεμο μετά την μονομαχία του, παρέδωσε τον φονευθέντα Έκτορα, στον πατέρα του με την εντολή να ενταφιαστεί με όλες τις τιμές. Η καταδίκη σε θάνατο των δέκα στρατηγών υπό της πόλεως των Αθηνών διότι δεν κατόρθωσαν ένεκα της τρικυμίας να περισυλλέξουν τα πτώματα των φονευθέντων κατά την ναυμαχία στις Αργινούσες το 406 π.χ., μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα σεβασμού των νεκρών. Το πανάρχαιο αυτό έθιμο έχει καταστεί σήμερα γραπτός κανόνας δικαίου. Την πρώτη σε διεθνές επίπεδο συμβατική ρύθμιση του θέματος των νεκρών που έγινε στη Γενεύη το 1906 την συμπλήρωσε και βελτίωσε η γνωστή σύμβαση τιης Γενεύης του 1949 όπου καθορίζονται και οι σχετικές διαδικασίες μεταξύ των εμπολέμων για τα θέματα των νεκρών.

Κήρυκες

Για τις διαπραγματεύσεις χρησιμοποιούνται κήρυκες, δηλαδή πρόσωπα με ιδιαίτερα προσόντα που εκλέγονται με προσοχή και μεταφέρουν προφορικές ή έγγραφες ανακοινώσεις ή προτάσεις προς τον αρχηγό του αντιπάλου στρατού ή έχουν εξουσιοδοτηθεί για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Στον κήρυκα αναγνωρίζεται ασυλία και το απαραβίαστο και ο κανόνας αυτός θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η έννοια του απαραβίαστου του κήρυκα είναι ότι είναι αντίθετη προς τους κανόνες του πολέμου κάθε εσκεμμένη επίθεση εναντίον του και ότι δεν μπορεί να συλληφθεί αιχμάλωτος πολέμου. Κατά κανόνα υπάρχει συνήθεια να γίνεται δεκτός ο κήρυκας. Αν, όμως υπάρχει φόβος ότι θα γίνει κατάχρηση της αποστολής του, ο αντίπαλος διατηρεί το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την αποδοχή του κήρυκα. Επίσης έχει δικαίωμα εφαρμόζοντας προληπτικά μέτρα να τον εμποδίσει να συλλέξει πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος αυτού που δέχεται τον κήρυκα.

Κατάσκοποι

Κατάσκοπος θεωρείται το άτομο που δρώντας κρυφά ή κάτω από ψευδείς προφάσεις συλλέγει ή προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες σε βάρος του ενός από τους εμπολέμους με την πρόθεση της ανακοίνωσης αυτών στον αντίπαλο. Η κατασκοπεία είναι πολιτικό μέσο νόμιμο αλλά πολύ επικίνδυνο για τον αντίπαλο και έτσι δεν εξασφαλίζεται η ασυλία του δράστη, ο οποίος συνήθως τιμωρείται αυστηρότατα από τον εσωτερικό νόμο της αντίπαλης χώρας. Δίωξη του κατάσκοπου επιτρέπεται μόνο αν συλληφθεί επ’ αυτοφόρω. Αν διαφύγει και συλληφθεί ξανά από τον εχθρό πρέπει να θεωρείται αιχμάλωτος πολέμου.

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Θέατρο Πολέμου

Το θέατρο του κατα θάλασσα πολέμου έχει ως πεδίο την ανοικτή θάλασσα και αιγιαλίτιδα ζώνη των εμπολέμων. Δεν επιτρέπονται εχθροπραξίες εντός της αιγιαλίτιδος ζώνης ουδέτερου κράτους

Στρατιωτικές Δυνάμεις Εμπολέμων

Πολεμικός Στόλος

Αυτός αποτελείται από πολεμικά σκάφη τα οποία βρίσκονται υπό τη διοίκηση Αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, έχουν πλήρωμα στρατιωτικό προσωπικό, φέρουν δε στρατιωτική σημαία και επισείονα. Στον Πολεμικό στόλο υπάγεται και το αεροπορικό τμήμα αυτού δηλαδή η ναυτική αεροπορία και τα κατευθυνόμενα βλήματα. Μόνο στα πολεμικά σκάφη επιτρέπεται να προβαίνουν σε εχθροπραξίες και να ασκούν νηοψία σε ουδέτερα εμπορικά σκάφη και σύληση εχθρικών πολεμικών σκαφών.

Βοηθητικά Σκάφη

Αυτά είναι εμπορικά σκάφη μετατρεπόμενα σε πολεμικά. Για να είναι αναγνωρισμένα από τα Διεθνές Δίκαια πρέπει:

1.Να φέρουν τα διακριτικά σημεία των πολεμικών σκαφών, της εθνικότητάς των

2.Ο κυβερνήτης να ανήκει στο πολεμικό ναυτικό.

3.Το πλήρωμα να υπόκειται σε στρατιωτική πειθαρχία.

4.Να έχει σημειωθεί η μετατροπή του στον κατάλογο του πολεμικού στόλου και ·

5.Να τηρεί κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις τα έθιμα και νόμους του πολέμου,

Εξοπλισμένα Εμπορικά Σκάφη

Ο εξοπλισμός εμπορικών σκαφών με σκοπό την χρησιμοποίηση τους για επίθεση είναι αντίθετος προς το Διεθνές Δίκαιο, είναι δυνατόν να επιτραπεί όταν ο εξοπλισμός του γίνεται για άμυνα του εμπορικού σκάφους.

Υποβρύχια

Η χρήση τους είναι επιτρεπτή και υπάγονται στους κανόνες για τα εμπορικά σκάφη,

Επιδρομικά Σκάφη

Οι επιδρομείς είναι κανονικοί πολεμιστές που δρούν υπό την εξουσιοδότηση του κράτους τους. Είναι ιδιωτικά εμπορικά σκάφη, φέρουν πολεμική σημαία αλλά δεν υπάγονται υπό στρατιωτική διοίκηση και δεν ανήκουν στις ναυτικές δυνάμεις του χρησιμοποιούντος εμπολέμου. Ο πλοίαρχος του σκάφους είναι εφοδιασμένος διά ειδικής άδειας του κράτους του.

Πολεμικά Μέσα

Για την χρήση στη θάλασσα μέσων επίθεσης και αμύνης ισχύουν ανάλογα προς τα ισχύοντα και στον κατά ξηρά πόλεμο. Η σύμβαση της Χάγης του 1907 περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για την χρήση υποβρυχίων ναρκών που αφορούν το είδος της νάρκης, τον τρόπο και τόπο αγκυροβολήσεως τους, τους χώρους πού απαγορεύονται για πόντιση ναρκών ως επίσης τα δικαιώματα των ουδετέρων κρατών.

Τα τεχνάσματα είναι θεμιτά ως επίσης και ο βομβαρδισμός, απαγορεύεται όμως η προσβολή ανυπεράσπιστων λιμενικών πόλεων κ.λ.π. εκτός αν χρησιμοποιούνται υπό του εχθρού. Ο αποκλεισμός είναι ένα μέσο που χρησιμοποιείται στον κατά θάλασσα αγώνα και αποσκοπεί στην πλήρη διακοπή της διεθνούς επικοινωνίας σε μια εχθρική παραλία. Επιτρέπεται όταν. υπάρχει εμπόλεμος κατάσταση, έχει κηρυχθεί και γνωστοποιηθεί, δηλαδή έχει οριστεί η ημέρα ενάρξεως του αποκλεισμού και τα γεωγραφικά όρια αυτού, επίσης η προθεσμία εξόδου από τις αποκλεισμένες ακτές των ουδετέρων πλοίων. Αυτός που παραβιάζει τον αποκλεισμό συλλαμβάνεται και το πλοίο με το φορτίο δεσμεύονται εκτός εάν αποδειχτεί άγνοια του φορτωτή περί κηρύξεως του αποκλεισμού.

Η Τύχη των Στρατιωτικών στον Κατά Θάλασσα Πόλεμο

Η θέση των στρατιωτικών, ήτοι των αιχμαλώτων, των τραυματιών κ.λ.π. στον κατά θάλασσα πόλεμο ρυθμίζονται με τις συμβάσεις ταυ Ι929 και 1949 οι οποίες εφαρμόζονται και στον κατά ξηρά πόλεμο, επεκτείνονται δε και επι της προστασίας των ναυαγών και στα πληρώματα του εμπορικού στόλου. Τα νοσοκομειακά σκάφη και το προσωπικό αυτών δεν αιχμαλωτίζονται ούτε προσβάλλονται, απαγορεύεται δε η χρησιμοποίησή τους για στρατιωτικούς σκοπούς και επιτρέπεται επ’ αυτών η νηοψία. Φέρουν πλην της εθνικής τους σημαίας και αυτήν του Ερυθρού Σταυρού.

Η Λεία στον κατά Θάλασσα Πόλεμο

Στον κατά ξηρά πόλεμο, η ιδιωτική περιουσία είναι απαραβίαστος, αντιθέτως στον κατά θάλασσα πόλεμο η ιδιωτική περιουσία, το πλοίο και το φορτίο υπόκεινται στη σύλληψη και δήμευση. Τα εχθρικά εμπορικά σκάφη και το φορτίο αυτών τα προοριζόμενα για τον εχθρό συλλαμβάνονται και κατάσχονται. Ο εχθρικός χαρακτήρας του πλοίου ή του φορτίου αποδεικνύεται από την σημαία που φέρει. Το σαν λεία συλληφθέν πρέπει να οδηγείται σε λιμάνι. Επιτρέπεται και η καταστροφή του γιο λόγους ανωτέρας βίας, αφού ληφθεί πρώτα μέριμνα για την ασφάλεια των επιβατών, του πληρώματος και των εγγράφων του πλοίου. Η ΙΑ σύμβαση της Χάγης του 1907 θέτει ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος λείας στον κατά θάλασσα πόλεμο και αφορούν την ταχυδρομική αλληλογραφία η οποία θεωρείται απαραβίαστος, είτε ανήκει σε ουδέτερους είτε σε εμπόλεμους και στα πλοία που χρησιμοποιούνται για θρησκευτική, επιστημονική ή φιλανθρωπική αποστολή.

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑ ΑΕΡΑ ΠΟΛΕΜΟ

Κανόνες ειδικού δικαίου για τον εναέριο πόλεμο δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί. Συνηθίζεται να εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση, οι κανόνες του δικαίου του πολέμου της ξηράς ή της θάλασσας. Απαγορεύεται ο βομβαρδισμός από αέρος ανυπεράσπιστων τόπων, ναών, νοσοκομείων, μουσείων, αρχαιοτήτων για λόγους ανθρωπισμού και σεβασμού προς την θρησκεία και την τέχνη. Επιτρέπεται ο βομβαρδισμός στρατιωτικών στόχων που βρίσκονται εντός ακόμη σε ανυπεράσπιστους κατοικημένους τόπους, επιβάλλεται δε προς της ενάρξεως του βομβαρδισμού η προειδοποίηση για εξασφάλιση των αμάχων.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ

Διαρκής Ουδετερότητα

Η έννοια της ουδετερότητας συνίσταται στο ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δυνάμεων, οι ουδέτεροι είναι τρίτοι και ως εκ τούτου η κατάσταση τους δεν πρέπει να θιγεί, υπό του πολέμου, υπό τον όρο ότι δεν αναμιγνύονται στον αγώνα παραμένουν δε αμερόληπτοι στις σχέσεις τους προς τους εμπολέμους. Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου διακρίνουμε την διαρκή ουδετερότητα από την ουδετερότητα σε καιρό πολέμου. Για την διαρκή ουδετερότητα, δεν αρκεί η μονομερής δήλωση ενός κράτους περί ουδετερότητας αυτού, αλ λά διεθνής σύμβαση από την οποία πηγάζει και αποδεικνύεται η διαρκής ουδετερότητα. Κλασικό παράδειγμα διαρκώς ουδετέρου κράτους αποτελεί η Ελβετία, η οποία δεν συμμετέχει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, του οποίου ο Καταστατικός Χάρτης προβλέπει στρατιωτικά μέτρα μη δυνάμενα να συμβιβαστούν με την ουδέτερη κατάσταση της Ελβετίας, επιτευχθείσα και αναγνωρισθείσα υπό των Μεγάλων Δυνάμεων το 1815 και εκ νέου το 1919, διά του άρθρου 435 της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Τα διαρκώς ουδέτερα κράτη, έχουν απαλλοτριώσει το δικαίωμα του επιθετικού πολέμου, όχι όμως και του αμυντικού. Διά τον λόγο αυτό τα κράτη, τα οποία έχουν εθνικές διεκδικήσεις μη ολοκληρωθείσες, αποφεύγουν να ουδετεροποιηθούν.

Ουδετερότητα κατά τον κατά Ξηρά Πόλεμο

Σε περίπτωση πολέμου οι μη εμπόλεμοι είναι ουδέτεροι και έχουν ορισμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα, ήτοι:.

1. Πλήρη αμεροληψία προς τους εμπολέμους.

2. Πλήρη αποχή από ανάμιξη στον διεξαγόμενο αγώνα.

3. Την υποχρέωση αντιστάσεως εναντίον πάσης παραβιάσεως της ουδετερότητος του εδάφους των εκ μέρους των εμπολέμων.

4. Δεν επιτρέπεται να προμηθεύσουν κανένα εμπόλεμο με όπλα, πολεμοφόδια, χρηματική βοήθεια.

5. Δεν επιτρέπεται η χρήση των λιμένων, των σιδηροδρόμων.

6. Δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση μέσων τηλεπικοινωνίας στο έδαφος τους από τουςεμπολέμους.

7. Υποχρεούνται να απαγορεύσουν στους εμπολέμους την διέλευση ή στάθμευση από το έδαφος τους των στρατευμάτων τους ή στρατιωτικών αεροπλάνων τους.

8. Έχουν την υποχρέωση, εάν τα στρατεύματα των εμπολέμων εισέλθουν στο ουδέτερο έδαφος τους, κατά την διάρκεια του αγώνα, να τα αφοπλίσουν και να περιορίσουν αυτά σε στρατόπεδα ή άλλους τόπους κατάλληλους.

Όσον αφορά ασθενείς και τραυματίες, των εμπολέμων, η σύμβαση της Χάγης του 1907, επιτρέπει στο ουδέτερο κράτος να κρίνει μόνο του εάν θα επιτρέψει ή μη την διέλευση των με τον όρο ότι οι αμαξοστοιχίες δεν μεταφέρουν προσωπικό και υλικό πολέμου.

Ουδετερότητα Κατά τον Κατά Θάλασσα Πόλεμο

Τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των ουδετέρων κρατών στον κατά θάλασσα πόλεμο έχουν κωδικοποιηθεί στην 1Γ Σύμβαση της Χάγης του 1907. Τα ουδέτερα κράτη έχουν την υποχρέωση να εμποδίζουν τον εξοπλισμό των πλοίων των εμπολέμων με μέσα και υλικά στο έδαφος τους, να απαγορεύουν την προμήθεια στους εμπολέμους, πλοίων, πολεμοφόδια οιουδήποτε υλικού για τον κατά θάλασσα πόλεμο. Είναι στην θέληση του ουδετέρου κράτους να επιτρέψει ομοιόμορφα στα πολεμικά πλοία των εμπολέμων να εισέλθουν στα χωρικά του ύδατα, στους λιμένες του και στους όρμους του. Η παραμονή όμως στα παραπάνω δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες, ο περιορισμός αυτός δεν αφορά μόνο τον χρόνο αλλά και τον αριθμό των πολεμικών πλοίων τα οποία δεν πρέπει να είναι περισσότερα από τρία.

Λαθρεμπόριο Πολέμου

Η περιουσία των ουδετέρων κρατών στη θάλασσα είναι απαραβίαστη. Πάρα ταύτα, επιτρέπεται υπό ορισμένους όρους, η σύλληψη και κατάσχεση αυτής. Οι εμπόλεμοι έχουν το δικαίωμα της κατασχέσεως των αντικειμένων τα οποία μεταφέρονται για λογαριασμό των εμπολέμων και χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπόριο πολέμου. Ως λαθρεμπόριο πολέμου νοείται το πολεμικό υλικό, υπό την ευρεία έννοια όπως είναι τα όπλα, παντός είδους, εκρηκτικές ύλες, είδη στρατιωτικού ιματισμού, ζώα ιππεύσεως, πολεμοφόδια τα οποία αποτελούν το «απόλυτο λαθρεμπόριο πολέμου» και το δικαίωμα κατασχέσεως είναι απόλυτο. Ως επίσης αντικείμενα που προορίζονται για στρατιωτικό σκοπό όπως τρόφιμα, υφάσματα, υποδήματα, παντός είδους πλοία, σιδηροδρομικό, τηλεγραφικό,, τηλεφωνικό υλικό κ.λ.π. Αυτά αποτελούν το λεγόμενο «σχετικό λαθρεμπόριο». Τόσο τα αντικείμενα του απόλυτου, όσο και του σχετικού λαθρεμπορίου δύναται να κατασχεθούν εφ’ όσον αποδειχτεί ότι προορίζονται για την χώρα του εχθρού. Δύναται να λάβει χώρα τόσο στην ανοικτή θάλασσα όσο και στα χωρικά ύδατα εμπολέμων.

Το Δικαίωμα της Νηοψίας

Οι εμπόλεμοι έχουν το δικαίωμα της νηοψίας διά των πολεμικών πλοίων επί ουδετέρων εμπορικών πλοίων τα οποία συναντούν στην ανοικτή θάλασσα και θέλουν να βεβαιωθούν ότι δεν κάνουν λαθρεμπόριο ή πολεμική αρωγή. Κατά την άσκηση της νηοψίας, τα ουδέτερα πλοία δεν έχουν δικαίωμα να αντιτάξουν αντίσταση. Οι ενεργούντες λαθρεμπόριο πολέμου ουδέτεροι, ενεργούν με δική τους ευθύνη, και δεν δύναται να επικαλεστούν την προστασία του κράτους των.

Ουδετερότητα κατά τον κατά Αέρα Πόλεμο

Δεν έχουν διαμορφωθεί ιδιαίτεροι κανόνες και εφαρμόζονται αναλογικά ότι ισχύει για τον κατά ξηρά και θάλασσα πόλεμο. Κατά γενικό κανόνα, ο εναέριος χώρος πάνω από το έδαφος ενός ουδετέρου κράτους συμμετέχει και αυτός στην ουδετερότητα του κράτους. Έτσι οι ουδέτεροι δύναται να απαγορεύουν στα στρατιωτικά αεροπλάνα των εμπολέμων να ίπτανται υπεράνω του εδάφους τους. Επίσης οι αεροπόροι των εμπολέμων που προσγειώνονται σε έδαφος ουδετέρου κράτους πρέπει να εξομοιώνονται προς τους στρατιώτες που εισέρχονται σε ουδέτερο έδαφος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι σύγχρονοι πόλεμοι, παρόλο που καθιέρωσαν πιο προοδευτικές διατάξεις στο δίκαιο του πολέμου σε σχέση με το παρελθόν, επιτάχυναν, όμως την εξέλιξη και διάδοση νέων μεθόδων καταστροφής της ανθρωπότητας και των επιτευγμάτων της, πράγμα που θεωρείται σαν μια από τις αντιφάσεις του σημερινού μας πολιτισμού.

Οι πραγματικές δυνατότητες των κρατών μέσα στο πνεύμα της κατανόησης και της ανθρώπινης επιστημονικής επανάστασης του αιώνα μπορούν να σταματήσουν κάθε πολεμική ενέργεια προτού αυτή εφαρμοστεί. Άλλοι όμως παράγοντες όπως οικονομικοί, θρησκευτικοί, επεκτατικοί, πολιτικοί οδηγούν τα κράτη σε πολεμικές θέσεις που πραγματικά δεν θα το ήθελαν ποτέ, ανεξάρτητα της τελικής έκβασης του πολέμου.